Να περιφέρεσαι και να μη χορταίνεις να περπατάς τους δασικούς χωματόδρομους. Να μεθάς από το αρωματισμένο χαρμάνι βοτάνων κι αγριολούλουδων. Να μετεωρίζεσαι στα κάθετα βράχια συνομιλώντας με τα κατσίκια. Να βουτάς στα νερά του Λυβικού και ν’ ανασαίνεις την εγγύτητα της Αφρικής. Και τις νύχτες να πλαγιάζεις στην αγκαλιά των κέδρων, με στρώμα την άμμο και στέγη έναν ουρανό έτοιμο να σωριαστεί πάνω σου από το βάρος των αστεριών του. Γαύδος!
Της Ισαβέλλας Μπερτράν
Αύγουστος 2004, κατά τη διάρκεια της ολυμπιακής φιέστας

Έχουμε και λέμε: Άφιξη στην Σούδα στις έξι τα χαράματα μετά από πλου εννιά ωρών. Σούδα-Χανιά με το αστικό λεωφορείο. Απολαυστικός πρωινός καφές στο παλιό λιμάνι, κι’ ύστερα Χανιά-Χώρα Σφακιών κάνα δίωρο διαδρομή με το κρητικό κτελ. Άγνωστος (για την ώρα) χρόνος αναμονής στη Χώρα Σφακιών καθότι το πρωινό καραβάκι για τη Γαύδο γέμισε στα γρήγορα και σάλπαρε ήδη. Όποιος πρόλαβε πρόλαβε, οι υπόλοιποι θα μπαρκάρουμε με το έκτακτο δρομολόγιο, αν κι εφόσον υπάρξει τελικά τέτοιο. Πράγμα το οποίο θα μάθω εντός ολίγου.

 
Είναι η τυχερή μου μέρα. Το «Σέλινο», λέει, θα επιστρέψει γύρω στις τρεις το μεσημέρι να παραλάβει όσους ξεμείναμε παρά τη θέλησή μας στα Σφακιά. Σέλινο; Άκουσα καλά; Με το σύνθημα της επιβίβασης μπουκάρουμε καμιά εκατοστή άτομα με ισάριθμα σακίδια πλάτης, μια πενηνταριά αντίσκηνα κι αδιευκρίνιστο αριθμό λοιπών αποσκευών, τσάντες, σακούλες, βαλίτσες, δισάκια, χαρτοκιβώτια με τρόφιμα, μπιντόνια βενζίνης, δίκτυα ψαρέματος, μια φρεσκοεπισκευασμένη μηχανή βάρκας και δυο ολοκαίνουργια λάστιχα αυτοκινήτου. Εντάξει βολευτήκαμε, όλες, όλοι κι όλα. Ώρα γι αναχώρηση!
 
Χώρα Σφακιών – Γαύδος: δαμάζοντας τα κύματα. Ένας συνδυασμός τραμπάλας, κούνιας και τσουλήθρας με ολίγη από ρώσικα βουνά. Ευτυχώς ο διάπλους των εικοσιδύο ναυτικών μιλίων ολοκληρώνεται απολύτως επιτυχώς μέσα σε λιγότερο από δύο ωρίτσες, χωρίς άλλη απώλεια πέραν αυτής της εναπόθεσης του στομαχικού περιεχομένου μιας Αγγλίδας σε χαρτοσακούλα γνωστής αλυσίδας φαστ φουντ. Βιολογικός (αυτό)καθαρισμός και ανακύκλωση σκουπιδιών μαζί, δύο σε ένα.

Στον Καραβέ, το εντελώς μινιμαλιστικό λιμάνι της Γαύδου, περιμένει υπομονετικά το λεωφορείο της κοινότητας για την τελευταία οδική μεταφορά της ημέρας. Καλώς ορίσατε! Καλώς σας βρίσκουμε! Πρώτη στάση Σαρακίνικο. Δεύτερη και τελική Αϊ Γιάννης. Ο επίλογος της μικρής οδύσσειας θα γραφτεί με τα πόδια, κάνα τέταρτο πορεία μέσα από τους αμμόλοφους και τους κέδρους.

 
Έφτασα. Μακριά, μακριά, όσο γίνεται πιο μακριά. Μακριά στο μη παρέκει. Στο δεν έχει παραπέρα. Τέρμα θεού, στον (υπαρκτό) παράδεισο που απλώνεται μπροστά μου. Μια ανυπέρβλητη παραλία όπου ο ήλιος ετοιμάζεται να δύσει στην άκρη της Ελλάδας. Σύνολο ωρών ταξιδιού είκοσι δύο. Στον ίδιο χρόνο με τ’ αεροπλάνο θα μπορούσα να έχω διασχίσει ωκεανούς κι ηπείρους και τώρα ν’ αποβιβάζομαι στο Σίδνεϊ. Κι έπειτα τι; Ποια η διαφορά; Χώρος, χρόνος, απόσταση, έννοιες απολύτως σχετικές. Αφού το ξέρεις: πριν και πάνω απ’ όλα, το ταξίδι είναι κατάσταση του μυαλού. Πρώτα από μέσα σου ξεκινάει, εκεί κυρίως συντελείται κι εκεί μέσα πάλι τελειώνει. Ο προορισμός είναι μόνον η αφορμή.
 
Τα αντίσκηνα στην περιοχή του Αϊ Γιάννη αριθμούνε αρκετές δεκάδες. Μα έστω και τόσα, περισσότερο τα μαντεύεις παρά τα διακρίνεις χωμένα καθώς είναι μέσα στις καβάντζες ανάμεσα στους κέδρους. Το ίδιο και οι άνθρωποι, σώματα παραδομένα στον ήλιο, ψημένα σε όλες τις αποχρώσεις του μπρούτζου, με το ενιαίο χρώμα που χαρίζει ο φυσικός τρόπος του γυμνού. Ένα με την άμμο κι αυτοί, σαν κορμοί δέντρων που ταξίδεψαν με το κύμα, μέχρι εκείνο να τ’ αποθέσει απαλά σε τούτη εδώ την παραλία. Σ’ έναν από τους ελάχιστους εναπομείναντες βιότοπους της χειμαζόμενης και συνεχώς εκτοπιζόμενης άγριας πανίδας των ελεύθερων πολιορκημένων κατασκηνωτών.

Όχι, δεν θα στήσω τ’ αντίσκηνο απόψε. Για ένα έστω βράδυ θέλω στρώμα μονάχα την άμμο και στέγη τον ουρανό. Με μοναδική παρέα τ’ αστέρια, τον παφλασμό του κύματος και τη δροσιά του ανέμου να ανασαίνει μέσα στους κέδρους.

 

Η ηλεκτροδότηση της Γαύδου μπορεί να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αλλά rent-a-car το νησί διαθέτει ήδη! Κι εγώ από την πλευρά μου καλά θα κάνω ν’ αφήσω κατά μέρος τα κακεντρεχή σχόλια και τις ειρωνείες γιατί δεν με παίρνει καθόλου, αφού έστω και με βαριά καρδιά κατέφυγα εντέλει στη χρήση των υπηρεσιών ενοικίασης. Επικαλούμενη βεβαίως λόγους «φωτογραφικής οικονομίας» ως άλλοθι (προς στον εαυτό μου) για να διασκεδάσω τις τύψεις μου μπροστά στην παράδοσή μου στην εύκολη λύση της μηχανοκίνησης.

 
– Και πόσο είπατε ότι χρεώνετε το παπί;
– Δεκαπέντε ευρώ την ημέρα.

Κι άμα σ’ αρέσει. Αλλιώς… Έτσι ήταν πάντα εξ’ ορισμού τα μονοπώλια, από καταβολής… μονοπωλίων. Είτε πρόκειται για πολυεθνικά μεγαθήρια, είτε για τοπικά μικρομάγαζα. Και τώρα εγώ τι να ευχηθώ; Να γνωρίσει σύντομα το νησί την ανάπτυξη του «υγιούς ανταγωνισμού» και να πλημμυρίσει στο μέλλον από οχήματα προς ενοικίαση για να πέσουν οι τιμές; Άσε καλύτερα.

 
Ο ΦΑΡΟΣ

Τον είχα δει παλιότερα να φιγουράρει εξώφυλλο σε κάποιο έντυπο, κι από τότε η ανάμνησή του λες και είχε στοιχειώσει μέσα μου, ακριβώς όπως απεικονιζόταν σ’ εκείνη την φωτογραφία. Μελαγχολικός, μοναχικός και λαβωμένος, μα και αγέρωχος μαζί, ορκισμένος εραστής της σιωπής κι απόλυτος κύριος της ερημιάς. Έτσι όπως του έπρεπε. Σαν φάρος. Ερειπωμένος. Αψηφώντας τους αέρηδες και τη φθορά του χρόνου, και με τα χαίνοντα τραύματά του παραδομένα στο λιοπύρι και την αλμύρα. Αδιάφορος για τους ανθρώπους που τον είχαν πληγώσει, και συνομιλώντας μονάχα με τα γλαροπούλια.

Αν ποτέ βρεθώ στη Γαύδο, υποσχέθηκα στον εαυτό μου, το πρώτο που θα κάνω είναι να ψάξω να μάθω που βρίσκεται για να πάω να τον φωτογραφήσω.

 
Και θα ‘θελα να ’ναι μια μέρα φορτωμένη μποφόρ, σύννεφα μαύρα γεμάτη, με τη θύελλα προ των πυλών και τις αστραπές να χαρακώνουν τον ουρανό με τα ασημένια βολτ τους. Γιατί αυτό είναι το σκηνικό που καλύτερα απ’ οποιοδήποτε άλλο ταιριάζει στην ταραγμένη ιστορία του. Αυτού του φάρου που βομβαρδίστηκε ανηλεώς από τους ναζί και σακατεύτηκε ανεπανόρθωτα το 1942. Που μέχρι τότε, αρχής γενομένης από το 1880, έφεγγε μέσα στις σκοτεινές κι αφέγγαρες νύχτες, παρηγορώντας με τη φωτεινή παρουσία του τους θαλασσοδαρμένους ναυτικούς, ορατός ακόμα κι από απόσταση σαράντα μιλίων, την μεγαλύτερη απόσταση κάλυψης για κείνη την εποχή. Ο φάρος της Γαύδου, με την ισχυρότερη φωτεινότητα στον κόσμο, μαζί μ’ εκείνον της Γης του Πυρός, στην άλλη άκρη του πλανήτη!
 
«Φάρος – Άμπελος» σημειώνει η οδική πινακίδα λίγο πριν τη στροφή. Ούτε κατσάβραχα, ούτε απόκρημνα μονοπάτια όπως είχα ονειρευτεί στα φαντασιακά τοπία του μυαλού. Παρά μονάχα ένας άνετος βατός χωματόδρομος που οδηγεί… Μα τι έχει συμβεί εδώ; Πάνω στον λοφίσκο όπου περίμενα ν΄ αντικρίσω το βομβαρδισμένο ιστορικό απομεινάρι τώρα απλώνεται ένα ολόκληρο σύμπλεγμα νεόκτιστων οικημάτων και κάπου ανάμεσά τους ένας ολοκαίνουργιος φάρος του κουτιού, φανταχτερή ιμιτασιόν του σεμνού ερειπωμένου φαντάσματος των αναζητήσεών μου.
 
Η ξύλινη πόρτα πρόσβασης είναι ανοικτή. Πετρόκτιστα καλόγουστα κτίρια για βοηθητικές χρήσεις αγκαλιάζουν περιμετρικά μια μεγάλη εσωτερική πλατεία, εκεί όπου υψώνεται τώρα ο νεότευκτος φάρος της Γαύδου.

Φρεσκοβαμμένος στα λευκά, με μερικές κίτρινες πινελιές και στέγη σε απαλό κεραμιδί , πρέπει να παραδεχτώ ότι φοντάρει υπέροχα στο βαθύ γαλάζιο. Μήπως στάθηκα κάπως βιαστική και άδικη στην κρίση μου; Θεμιτή, η μάλλον επιβαλλόμενη, δεν είναι στο κάτω κάτω η συντήρηση των ιστορικών μνημείων για να μην καταρρεύσουν και χαθούν οριστικά; Ναι, αρκεί όμως κανείς να ξέρει να διακρίνει τα όρια ανάμεσα σε μια προσεκτική αναστήλωση για λόγους διάσωσης και την αυθαίρετη υπέρβαση που οδηγεί σ’ ένα άλλου είδους καταστροφή του μνημείου. Και στην προκειμένη περίπτωση έχω την βάσιμη υποψία πως πέρα από τις αναμφίβολα καλές προθέσεις, ο υπερβάλλων ζήλος έκανε ζημιά στην ιστορικότητα. Ανεπανόρθωτη.

 
Η ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΑΜΠΕΛΟΥ

Άμπελος. Καυτή πέτρα πάνω στην καυτή πέτρα. Εξουθενωμένα πρόβατα που μάταια αναζητούν κάποια σκιά. Έρημα χωράφια σπαρμένα ατίθασα κατσίκια, σκαρφαλωμένα σε βράχια και ξερολιθιές. Και παντού μαντριά, μαντριά, και ξανά μαντριά. Όχι, λάθος. Πρώην σπίτια είναι τα περισσότερα, που ποιος ξέρει γιατί και πότε εγκαταλείφτηκαν, ερείπωσαν, και σιγά σιγά τα κατέλαβαν οι νέοι τους ένοικοι: γερασμένες γίδες, αεικίνητες σαύρες και κότες αλανιάρες.

 
Σκαρφαλώνω σε σωρούς από πέτρες, κρεμιέμαι από δοκάρια και περιφέρομαι από κτίσμα σε κτίσμα φωτογραφίζοντας πεσμένες στέγες και ξεχαρβαλωμένα κουφώματα. «Είναι κανείς εδώ;». Μοναδική απόκριση το μονότονο τρίξιμο ενός πατζουριού που μαστιγώνει ο άνεμος. Πάνω από το κεφάλι μου, σπρωγμένα από το βορειοδυτικό μελτέμι, σμήνη από φευγάτα σύννεφα περνούν ασταμάτητα σαν ταξιδιάρικα πουλιά φτερουγίζοντας βιαστικά προς της Αφρική. Και να που κάπου ανάμεσα στα χαλάσματα, αδιάψευστο σημάδι ανθρώπινης παρουσίας, μια μπουγάδα στεγνώνει απλωμένη στο σκοινί, ψαλιδίζοντας αναπάντεχα την γαλάζια κυριαρχία.
 
Ένα σκυλί αλυχτά ως οφείλει την εμφάνισή μου στην περιοχή του. Αδιάφορη στα προειδοποιητικά γαυγίσματα, μια σκυμμένη γυναικεία σιλουέτα συνεχίζει απτόητη το διάλογο που έχει ανοίξει με τις γίδες και τα κοκόρια της. «Καλημέρα σας». Το κορμί ορθώνεται με δυσκολία, το κεφάλι στρίβει αργά προς το μέρος μου, ανταποδίδει ευγενικά το χαιρετισμό, μα αμέσως μετά επιστρέφει χωρίς άλλη χρονοτριβή προς τους προηγούμενους συνομιλητές της.
Η κυρά της Άμπελου. Η τελευταία εναπομείνασα κάτοικος του χωριού-φαντάσματος. Που μάλλον έχει περισσότερα να πει με τα ζώα της, στη μυστική μεταξύ τους γλώσσα, την διανθισμένη με τους ακατάληπτους σε μένα φθόγγους, παρά με τους ανθρώπους.

Καστρί, Ξενάκι, Βατσιανά: σκόρπιοι μικροί οικισμοί που καταφέρνουν ακόμα να συγκρατούν τους λιγοστούς κατοίκους τους. Τρεις δεκάδες όλοι κι όλοι οι άνθρωποι που ξεχειμωνιάζουν στη Γαύδο, σαν να λέμε ένας για κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο.

Το κέντρο του νησιού είναι ένα καταφύγιο δροσιάς, κατάφυτο με πεύκα, σπαρμένο εδώ κι εκεί ερειπωμένα πέτρινα μετόχια και φρεσκοασβεστωμένα κατάλευκα ξωκλήσια.

Να περιφέρεσαι στην τύχη και να μην χορταίνεις να περπατάς τους δασικούς χωματόδρομους ατενίζοντας από ψηλά κόλπους και παραλίες: Αϊ Γιάννης, Λαυρακάς, Πύργος, Ποταμός …

Να μεθάς με το αναδυόμενο αρωματισμένο χαρμάνι δεκάδων θινών, βοτάνων κι αγριολούλουδων που δεν ξέρεις να κατονομάσεις ούτε στο περίπου.

Ν’ ακολουθείς το σημαδεμένο μονοπάτι που οδηγεί από τον Κόρφο στην παραλία της Τρυπητής, κι από κει στο ακρωτήρι πάνω από τις Καμαρέλες, μόνο και μόνο για να νοιώσεις όσο γίνεται εγγύτερα την ανάσα της Αφρικής, ακροβολισμένος εσύ στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας.

Να μετεωρίζεσαι στις Άσπες, παραδομένος στον ίλιγγο των σχεδόν κάθετων βράχων της νότιας ακτής, υποκλινόμενος μπροστά στ’ αγριοκάτσικα καθώς κρέμονται αδιάφορα στο χείλος της αβύσσου με τη φυσικότητα και την άνεση που εσύ περπατάς στη μέση μιας πλατείας. «Γκρεμνά είναι εμάς οι τόποι μας…».

Κι όσο περνάνε οι μέρες και εξοικειώνεσαι μαζί τους, ν’ αρχίζεις σιγά σιγά να τα ξεχωρίζεις, να μαθαίνεις τις περιοχές τους και τις συνήθειες τους, ν’ αποζητάς την παρουσία τους και να συλλαμβάνεις τελικά τον εαυτό σου να διαλογίζεσαι μαζί τους φωναχτά μετά από ώρες σιωπηρής αμοιβαίας παρατήρησης. Το σύνδρομο της κυράς της Άμπελου;

 
ΣΑΡΑΚΗΝΟΙ ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ

Επιστροφή στην κοινωνία των ανθρώπων. Με πρόσκληση σε γεύμα στη μικρή αετοφωλιά του Μήτσου και της Κικής, στο λόφο πάνω από το Σαρακίνικο.

Όλοι οι καλοί παρόντες: Ο Γιώργος, η Καλή, ο Αποστόλης, η Νόρα, ο Βαγγέλης, η Ελένη, ο Γιώργος ο νεώτερος … Και μόνος απών ο καλύτερος όλων, ο οικοδεσπότης μας, που λείπει σε ταξίδι για δουλειές, σαν ήρωας του Κοστουρίτσα… Με τις σκέψεις μας να σε συντροφεύουν κάθε στιγμή Δημήτρη αδερφέ, και όλες οι ρακές να πίνονται στην υγειά σου.

Από κάτω μας μια θάλασσα λάδι και η παραλία του Σαρακίνικου σερβιρισμένη στο πιάτο. Κάπου εκεί και το κτίσμα των εξόριστων επί Μεταξά, που φιλοξένησε μεταξύ άλλων και τον Άρη Βελουχιώτη.

 
Ακόμα κι απ’ αυτήν την απόσταση, τα σημάδια της «ανάπτυξης» είναι πλέον εμφανή σε όλη την έκταση της άμμου, έστω κι αν παραμένει, για την ώρα τουλάχιστον, σ’ ένα σχετικά ανεκτό (τηρουμένων των αναλογιών) επίπεδο. Διασφαλίζοντας μέχρι στιγμής την ειρηνική συνύπαρξη των αντισκηνάδων αρχικών εποίκων με τους πρόσφατους θαμώνες των rooms to rent. Με (ακόμα) αναμφισβήτητους κυρίαρχους τους πρώτους. Αλλά και με ορατό τον κίνδυνο, συν τω χρόνω, της τελικής άλωσης του χώρου από τους δεύτερους.
 
Υπερβολή; Μακάρι. Αλλά πως να ησυχάσει κανείς όταν μέσα του κουβαλάει τόσες πικρές μνήμες από δεκάδες ανάλογες χαμένες πατρίδες, που όλες λίγο πολύ κυριεύτηκαν από τις ίδιες κερκόπορτες;

Πρώτα μια καντινούλα με αναψυκτικά. Ύστερα μια ταβερνίτσα για κάτι πρόχειρο. Έπονται κάνα-δυο αναβαθμισμένα μαγαζάκια, με μερικά ενοικιαζόμενα δωμάτια στο πίσω μέρος. Κι εκεί όπου έχεις μάθει να ξαπλώνεις ολόγυμνος κι ελεύθερος στον ήλιο και ν’ αποκοιμιέσαι με θέα τον έναστρο θόλο, ξυπνάς μια ωραία πρωία σε οργανωμένο κάμπινγκ με φόντο ξενοδοχειακό συγκρότημα, περικυκλωμένος ομπρέλες, ξαπλώστρες και κάτι τύπους με μαγιό να παίζουν ρακέτες πάνω από το κεφάλι σου. Εφιάλτης! Που δεν πρέπει να επαναληφθεί. Σαρακηνοί ελευθεροσκηνίτες γρηγορείτε!

http://zyrinis.gr/node/14541

  

Follow us