Όσω εχθρικά είνε τα στοιχεία στην πόλι, τόσον αγαθά, φιλόξενα, περιποιητικά είνε εδώ. Όλοι γύρω μου έγιναν προμηθευταί μου. Η θάλασσα μού προμηθεύει από τας ένδεκα ως την νύχτα μπάτην. Το βουνό μού προμηθεύει από την νύκτα ως το πρωί βορειαδάκι. Το δάσος μού φέρνει πρωί και απόγευμα άφθονον οξυγόνον.
Από τροφήν δεν κακοπερνώ. Ξυπνώ εις τας επτά το πρωί και τρώγω σύκα, σταφύλια και τυρί. Το τυρί είνε θαύμα γεύσεως και κατασκευής. Έπειτα, πέρνω το τουφέκι μου και κάνω τον περίπατό μου στο δάσος. Μετά μισή ώρα, έχω εις την τσάντα μου εξ ζευγάρια πουλιά. Μετά μίαν ώραν, αν μου έλθη το κέφι, μπορεί να προσθέσω και ένα αγριοκάτσικο. Στας δέκα, είμαι στο σπιτάκι μου. Είνε η ώρα του ορεκτικού. Μια μαστίχα, λοιπόν, με δύο ροδάκινα πενήντα δραμίων το καθένα.
Ακολούθως, αν έχω όρεξι ψαρεύω καμμιά ώρα. Αν δεν έχω όρεξι δεν υπάρχει λόγος ν’ανησυχήσω. Ο ψαράς καταφθάνει φέρων τέσσαρα μπαρμπούνια, τα οποία πληρώνω… είκοσι πέντε λεπτά και τα τέσσερα, μολονότι ζυγίζουν μίαν οκάν σχεδόν. Εις τας ένδεκα πρέπει να γευματίσω, διότι άλλως εις τας ένδεκα και τέταρτο θα είμαι νεκρός από την πείνα. Τρώγω, λοιπόν, καλά, κόττα -σαράντα λεπτά η μία-, μπαρμπούνια, φρούτα άφθονα, ξαπλώνομαι σε μια πολυθρόνα κάτω από τα δένδρα και στας δύο πηγαίνω εις το κρεββάτι μου.
Το απόγευμα περίπατος, κολύμπι, ψάρεμα ή κυνήγι, εκδρομή με βάρκα ή με άλογο, στας εξ φαΐ, στας οκτώ φαΐ, στας δέκα ύπνος. Ό,τι δεν έχω το βρίσκω αμέσως, δίδων λίγες δεκάρες. Ένα θαυμάσιο αλογάκι που μπορούσε να γίνη κέλης ιπποδρομίου, το αγκαζάρισα με δεκαπέντε δραχμάς όλο το μήνα. Μια βάρκα είνε στη διάθεσί μου μέρα-νύχτα με είκοσι λεπτά. Δια τ’αυγά κανείς χωρικός δεν δέχεται να πληρωθή.”
Ειδοποιώ τους αναγνώστας μου, ότι η επιστολή εξακολουθεί εις τον ίδιον τόνον επί μίαν σελίδα ακόμη. Αίσθημα, όμως, φιλανθρωπίας, μ’εμποδίζει να εξακολουθήσω. Συλλογίζομαι ότι εις το τέλος της επιστολής αυτής, πολυάριθμοι συμπολίται μας, αμφοτέρων των φύλων, θα έχουν θέση τέρμα εις την βασανισμένην Αθηναϊκήν των ζωήν.
(Φιλέας Φογγ, Ιούλιος 1915, Εφημερίς “Καιροί”)
Κανένα σχόλιο