Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι όσοι ζούµε στις µεγάλες πόλεις, και κυρίως στην Αθήνα, έχουµε στο µυαλό µας την επαρχία και το χωριό ως τον τόπο διακοπών και ξεγνοιασιάς των παιδικών µας χρόνων. Και σίγουρα θυµόµαστε τον κήπο του παππού και της γιαγιάς ή τις κότες και τα κουνέλια κάποιας θείας. Εικόνες, µυρωδιές και σκέψεις που µέχρι τώρα φάνταζαν µακρινές και αλλοτινές, ίσως και λίγο «φολκλόρ», γίνονται πλέον καθηµερινότητα για πολλούς νέους.
Δεν είναι λίγοι οι νέοι, που κουρασµένοι από τον θόρυβο και το καυσαέριο της πόλης, την αποξένωση και το χάος των σύγχρονων αστικών κέντρων αποφάσισαν, παρά τις σπουδές και την εξειδίκευση που έλαβαν µέχρι τώρα, να «αποσυρθούν» και ζήσουν µια -µάλλον ποιοτικότερη ζωή- κοντά στη φύση.

Οι δυσκολίες είναι σίγουρα πολλές, όχι όµως και ανυπέρβλητες. Ολοένα, λοιπόν, και περισσότερα νέα παιδιά, γεµάτα όνειρα και θέληση για µια «καλύτερη» ζωή επιλέγουν να µην εγκαταλείψουν τη χώρα τους για να εργαστούν στο εξωτερικό – που φαντάζει να προσφέρει κάθε είδους δελεαστική ευκαιρία- αλλά να επιστρέψουν στο «εξοχικό» µέχρι σήµερα σπίτι στο χωριό.

 rizes

Πώς όµως παίρνει κάποιος µια τέτοια απόφαση; Και τι είναι αυτό µε το οποίο µπορεί να ασχοληθεί στην επαρχία, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην;

Η κυρία Γεωργία Δηλάκη, Κοινωνιολόγος και Διδάκτωρ Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστηµίου µας εξηγεί από κοινωνικο-συναισθηµατικής απόψεως τους λόγους που οδηγούν σε µια τέτοια απόφαση:

«Η τάση επιστροφής των κατοίκων των πόλεων προς την επαρχία, η αντίστροφη, δηλαδή πορεία της αστυφιλίας των τελευταίων δεκαετιών, αποτελεί ένα πρωτόγνωρο κοινωνικό φαινόµενο. Η οικονοµική κρίση και η παρατεταµένη ύφεση έχουν εγκλωβίσει εκατοντάδες χιλιάδες νέους σε µια µεταβατική περίοδο: µια ολόκληρη γενιά που µεγάλωσε µε το σύγχρονο πρότυπο ζωής της µετα-νεωτερικότητας, βιώνει σήµερα την κυριαρχία της ανασφάλειας, του φόβου και της αβεβαιότητας για πράγµατα που µέχρι πρότινος θεωρούνταν αυτονόητα, όπως η οκτάωρη εργασία, η κοινωνική ασφάλιση, η δηµόσια εκπαίδευση, οι υπηρεσίες υγείας, η δηµιουργία οικογένειας. Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της γενιάς είναι το υψηλό µορφωτικό της  επίπεδο, αφού ένα µεγάλο ποσοστό είναι κάτοχοι πτυχίου ΑΕΙ ή και µεταπτυχιακών τίτλων, καθώς και η ευχέρειά της στη χρήση των νέων τεχνολογιών. Το ποιοτικό αυτό παραγωγικό δυναµικό είναι αναγκασµένο να επανεξετάζει, να αναθεωρεί και να αναδιαµορφώνει διαρκώς τη δράση του, στο φως νέων κοινωνικών εξελίξεων και απρόβλεπτων γεγονότων, προσπαθώντας να διαχειριστεί τις επιπτώσεις της οικονοµικής κρίσης.
Πολλοί λόγοι συντελούν στην εξήγηση του φαινοµένου: Nέοι άνθρωποι που προσπαθούν να διαχειριστούν ένα πρόβληµα χωρίς προηγούµενο και καλούνται να πάρουν τον έλεγχο της ζωής τους σε µεγαλύτερο βαθµό από τις προηγούµενες γενιές, επιλέγουν να εγκαταλείψουν τα µεγάλα αστικά κέντρα ή εκφράζουν αυτή την πρόθεση. Για κάποιους, η επιστροφή στον τόπο καταγωγής τους φαντάζει ως η µόνη επιλογή για να απαλλαγούν από την αίσθηση του αδιεξόδου που τους προκαλεί το υψηλότερο κόστος ζωής στα µεγάλα αστικά κέντρα, η ανεργία, οι µειωµένες ευκαιρίες απασχόλησης. Οι πολλαπλές απογοητεύσεις και µαταιώσεις που έχει πυροδοτήσει η οικονοµική κρίση, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, έχουν επίσης σαν αποτέλεσµα συναισθηµατικές δυσκολίες, άγχος, ανασφάλεια, αγωνία, αίσθηµα αδικίας και πικρίας, απελπισία, ενώ κάποιες φορές µπορούν να οδηγήσουν και σε αυτοκαταστροφικές συµπεριφορές. Έτσι, πολλά άτοµα, από το να «βουλιάζουν» µέσα σε µια αυστηρή και µοιρολατρική προσέγγιση της ζωής, απορρίπτουν τη συναισθηµατική καταπίεση που υφίστανται στις σύγχρονες µεγαλουπόλεις, όπου καλλιεργείται η απροσωπία, ο φόβος, η αποξένωση, η εσωστρέφεια στις ανθρώπινες σχέσεις, η σκληρότητα, ο κυνισµός, η βία, η εγκληµατικότητα, έχοντας ως βασικό κίνητρο για την εσωτερική τους µετανάστευση, όχι απλώς το «ζην», αλλά και το «ευ ζην». Η επιστροφή στις ρίζες µοιάζει µε το «εισιτήριο» για τη χαµένη ευδαιµονία αλλά και η αφορµή για την αναζήτηση µιας ποιοτικότερης και ουσιαστικότερης ζωής, καλύτερων προϋποθέσεων για τη δηµιουργία οικογένειας ή συντροφικών και αυθεντικών σχέσεων που διαρκούν στο χώρο και στο χρόνο, καθώς και για την αξιοποίηση της φύσης ως πηγής έµπνευσης και δηµιουργικότητας. Επιπρόσθετα, η επιστροφή στην περιφέρεια µπορεί να λειτουργήσει ως η µετάβαση από ένα περιβάλλον διακινδύνευσης σε ένα περιβάλλον εµπιστοσύνης, µε την τοπική κοινωνία να παρέχει ένα προστατευτικό, ανθρώπινο, εγκάρδιο, ζεστό και γενικά υποστηρικτικό πλαίσιο.
Μια άλλη οµάδα ατόµων είναι εκείνοι που µπροστά στον κίνδυνο «υποδούλωσης» της χώρας τους από άλλες ισχυρότερες χώρες, βιώνουν την επιστροφή στην επαρχία ως µια µορφή αντίστασης. Νιώθοντας πικρία και θυµό για την οικονοµική και πολιτική εξάρτηση της χώρας τους, επιλέγουν την εσωτερική µετανάστευση για να προσφέρουν στη χώρα τους όλες τις γνώσεις και τις δυνατότητές τους, πιστεύοντας ότι µε αυτόν τον τρόπο θα βοηθήσουν στην οικονοµική της ανάκαµψη. Εξάλλου, πολλές φορές, οι κρίσεις µπορούν να αφυπνίσουν συναισθήµατα και δυνάµεις που «κοιµούνται» µέσα µας καιρό: πολλά από εκείνα που νοµίζαµε πως είναι πέρα από τις δυνατότητές µας για να τα εκδηλώσουµε «ξυπνούν» και βιώνουµε τον κόσµο ενεργητικά και όχι παθητικοποιηµένα.
Κάποιοι, ανησυχώντας για την πολιτισµική οµογενοποίηση ή ταυτίζοντας την οικονοµική κρίση µε κρίση αξιών, παραµένουν στη χώρα τους από ιδεολογία, προκειµένου να συµβάλουν στη διατήρηση της πολιτισµικής και εθνικής ταυτότητάς της, και αντλούν ταυτόχρονα σιγουριά από την παράδοση».
Νέα ζωή, νέες ευκαιρίες

Η ζωή στην επαρχία σίγουρα δεν είναι εύκολη. Όµως, η όρεξη για δουλειά και η τεχνογνωσία είναι τα βασικά συστατικά της επιτυχίας για όποιον το τολµήσει.

Άλλωστε, µια νέα τάση δείχνει να γεννιέται, κάτι το οποίο διαφαίνεται και από την αυξηµένη, σε σχέση µε τα προηγούµενα χρόνια, ζήτηση για σχολές ΑΕΙ ή ΤΕΙ που έχουν να κάνουν µε τον πρωτογενή τοµέα. Αν και µέχρι σήµερα η χειρωνακτική εργασία και η ενασχόληση µε δουλειές της υπαίθρου θεωρείτο «κατώτερη» κοινωνικά, η ανάγκη των νέων Ελλήνων να εργαστούν και να ξεφύγουν από το «χάος» των µεγάλων αστικών κέντρων γίνεται όλο και εντονότερη.
Σε αυτό συµβάλλουν φυσικά και οι νέες τεχνολογίες καθώς και η στροφή του πρωτογενούς τοµέα στην παραγωγή βιολογικών και εναλλακτικών προϊόντων, πέραν των συµβατικών. Δεν είναι λοιπόν υποχρεωµένος κανείς να γίνει αγρότης µε την κλασική έννοια του όρου και να βρίσκεται όλη την ηµέρα στα χωράφια ή στη φάρµα. Νέες οργανώσεις, εκπαιδευτικοί φορείς και σύµβουλοι µπορούν να κατευθύνουν και να βοηθήσουν σηµαντικά όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί µε τη γη.

Αλλά δεν είναι µόνο η γη. Η ελληνική επαρχία διψά για νέο ανθρώπινο δυναµικό, για µόρφωση και κατάρτιση, για µουσική και για τέχνη αλλά και τόσα άλλα, που λόγω της συσπείρωσης µεγάλου µέρους του πληθυσµού στα αστικά κέντρα, στερείτο τόσα χρόνια.
Δεν είναι λίγα τα παραδείγµατα νέων επιστηµόνων, γεωπόνων, εκπαιδευτικών, µουσικών και καλλιτεχνών που µέσα από την κρίση διέκριναν µια σηµαντική ευκαιρία να βοηθήσουν τον τόπο καταγωγής τους, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους.
Ποιότητα ζωής, οικογένεια και φίλοι

Ποιος δεν επιζητά σήµερα λίγες ώρες ξεκούρασης και ελεύθερου χρόνου, για να τις µοιραστεί µε την οικογένεια και τους φίλους του;
Η συντροφικότητα, η χαλάρωση και η χαρά µέσα από απλά καθηµερινά πράγµατα πολλές φορές ξεχνιέται, µέσα στην προσπάθειά µας να τα προλάβουµε όλα, να είµαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις µας.
Οι φίλοι και η οικογένεια µπαίνουν πολλές φορές σε δεύτερη µοίρα, όταν η δουλειά και το άγχος προηγούνται. Στην επαρχία, η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Οι αποστάσεις είναι µικρές, τα ωράρια σαφώς χαλαρότερα και ο ελεύθερος χρόνος για ξεκούραση και διασκέδαση µάλλον «άφθονος». Η οικογένεια, τα παιδιά και οι εκδροµές µπαίνουν σε πρώτο πλάνο. Οι συγγενείς και οι φίλοι συναντιούνται, οι δραστηριότητες στη φύση είναι πολλές και ένα υγιές περιβάλλον διαβίωσης δηµιουργείται. Ο άνθρωπος δεν ασχολείται µόνο µε το ζην αλλά ενδιαφέρεται σαφώς περισσότερο για το «ευ ζην».
Δρ. Γεωργία Δηλάκη, Κοινωνιολόγος,
Διδάκτωρ Ψυχολογίας Παντείου,
MSc Πολιτική Επιστήµη & Κοινωνιολογία
 
Της Λυδίας Παπαευαγγέλου
ΠΗΓΗ:http://lifepositive.gr
Follow us