Η ιστορία αυτή δεν μιλά για λύκους κακούς και κυνηγούς καλούς. Δεν μας λέει για πλάσματα που υπάρχουν μόνο στη φαντασία των παραμυθάδων. Εδώ δεν υπάρχουν κακά ζώα και καλοί άνθρωποι. Εδώ υπάρχουν μόνο κακές και καλές πράξεις. Είναι μία ιστορία που συμβαίνει κάθε μέρα και παντού στον κόσμο. Είναι η ιστορία του Σαχτάρ που στη ζωή του γνώρισε μόνο έναν φίλο. Την πιστή του σκιά.
ΣΑΧΤΑΡ
Ο Σαχτάρ είδε τους ανθρώπους του να τον πλησιάζουν και χάρηκε πολύ. Έρχονται να παίξουν μαζί μου, σκέφτηκε και τους καλωσόρισε κουνώντας πέρα δώθε την χαρωπή ουρά του. Όμως εκείνοι είχαν άλλο σκοπό. Τον οδήγησαν στο αυτοκίνητο και του έδωσαν εντολή να μπει μέσα. Στην αρχή δίστασε. Τα φοβόταν τα αυτοκίνητα. Μία ακόμα φορά που το είχαν βάλει μέσα, ήταν τότε, που τον πήραν από τη μαμά του και τον έφεραν εδώ. Κοίταξε πίσω με αγωνία.
«Σκιά! Πού είσαι!» είπε. Την είδε να τον ακολουθεί και πήρε θάρρος. Υπάκουσε στην εντολή των ανθρώπων και μπήκε στο αυτοκίνητο. Μετά από ώρα σταμάτησαν.
«Έλα κάτω» του είπαν και του άνοιξαν την πόρτα. Κοίταξε γύρω του! Όλα ήταν άγνωστα. Το μόνο γνώριμο ήταν το φεγγάρι. Το ίδιο που έβλεπε κάθε βράδυ από το σπιτάκι του. Η ερημιά όμως τον φόβισε πολύ. Δεν ήθελε να κατέβει. Τον τράβηξαν με το ζόρι και αντιστάθηκε. Τον ξανά τράβηξαν. Σχεδόν τον πέταξαν κάτω. Η σκιά ήρθε και τυλίχτηκε στα πόδια του.
«Μη φοβάσαι» του είπε. Μαζί θα το περάσουμε και αυτό.»
«Ποιο αυτό;» τη ρώτησε. Δεν του απάντησε. Του έβγαλαν το περιλαίμιο και μπήκαν βιαστικά ξανά στο αυτοκίνητο. Τους κοιτούσε απορημένος.
«Γιατί κλείσατε τις πόρτες» ρώτησε.
«Να του αφήσουμε λίγη τροφή» είπε ο ένας.
«Αρκετά τον ταΐσαμε» είπε ο άλλος. «Ας φάει από τα αποθέματά του».
«Τι είναι αποθέματα;» ρώτησε όλο απορία. Σημασία δεν του έδωσαν. Τώρα θα ανοίξουν την πόρτα και θα μου πούνε «σάλτα μέσα» σκέφτηκε, όμως δεν το του είπαν. Έβαλαν μόνο μπρος και έφυγαν. Έτρεξε πίσω τους με όλες του τις δυνάμεις, γαβγίζοντας όλο απόγνωση.
«Τρέξε σκιά μην τους χάσουμε!» φώναξε.
«Σταμάτα!» του είπε εκείνη.» «Όσο και να τρέχεις θα τους χάσουμε!»
«Γιατί;» ρώτησε κυριευμένος από αγωνία.
«Γιατί αυτό θέλουν» είπε η σκιά.
«Γιατί;» ξανά ρώτησε με περισσότερη αγωνία.
«Γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι!»
«Αποκλείεται!» Διαμαρτυρήθηκε. «Μ’ αγαπάνε! Παίζουν μαζί μου! Να, τώρα θα σταματήσουν και θα με φωνάξουν να τρέξω κοντά τους, θα το δεις!»
«Σταμάτα, έφυγαν…για πάντα.»
«Τρέξε σκιά να τους προλάβουμε!»
«Σταμάτα, κόπηκε η αναπνοή μας….»
«Μα γιατί δεν σταματάνε; Σταματήστε! Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το παιχνίδι! Δεν μ’ αρέσει εδώ! Σταματήστε!»
Τους έχασε από τα μάτια του. Δεν είχε άλλο δυνάμεις. Σωριάστηκε στο δρόμο εξαντλημένος.
«Γιατί με φέρατε εδώ;» κλαψούρισε. «Τι να κάνω εγώ τώρα; Να σας περιμένω να γυρίσετε; Και… που θα βρω αυτά τα αποθέματα!!!!»
Πήρε μια ανάσα και σηκώθηκε. Κοίταξε ξανά γύρω του. Η επιβλητική σκιά σηκώθηκε και αυτή. Την κοίταξε για λίγο και ξανά έκατσε.
«Εσύ θα μείνεις μαζί μου, ή… θα φύγεις;» τη ρώτησε.
Εκείνη απλώθηκε γύρω από το κορμί του. Ένιωσε να τον ζεσταίνει η παρουσία της και είπε με ανακούφιση: «Ναι… εσύ θα μείνεις.»
Από πέρα μακριά ξεχώριζε μία πόλη. Μπροστά του ένα δάσος και πίσω ο έρημος δρόμος. Το ένστικτό του, του είπε να πάει προς την πόλη. Σε λίγο άκουσε γαβγίσματα. Άγρια γαβγίσματα, καθόλου φιλόξενα. Άλλαξε δρόμο για να τα αποφύγει και βρέθηκε πάλι στην ερημιά. Περπάτησε αρκετή ώρα ώσπου δεν ένιωθε πλέον τα πόδια του. Δίψασε κιόλας, πείνασε, μα κυρίως δίψασε. Κάπου βρήκε μια λακκούβα με λιμνάζοντα νερά της προηγούμενης βροχής. Πριν πιει κοίταξε την σκιά και της είπε: «Πιες σκιά.»
«Πιες εσύ» του είπε. «Εγώ είμαι σκιά και ξεδιψώ από σένα.»
Ήπιε ώσπου ξεδίψασαν. Ύστερα κούρνιασαν σε μια λακκούβα και αποκοιμήθηκαν. Το πρωί τους ξύπνησε ο ήλιος. Σηκώθηκαν και πήραν τον δρόμο προς την πόλη. Κάπου στη διαδρομή βρήκανε έναν κάδο απορριμμάτων. Από μέσα έζεχναν κάποιες τροφές. Ανασηκώθηκε στα δύο του πόδια και κοίταξε μέσα. Οι μυρωδιές έβγαιναν από μία καλά δεμένη σακούλα. Την τράβηξε έξω και την ξέσκισε.
«Φάε σκιά!» της είπε καθώς πρόβαλαν δυο τρία ξασπρισμένα κόκαλα. Η σκιά έσκυψε πάνω από τα κόκαλα μα δεν έτρωγε.
«Φάε εσύ» του είπε. «Εγώ τρέφομαι από σένα.»
«Θα με αφήσεις;» τη ρώτησε.
«Εμείς μαζί θα σωθούμε!» της είπε με πείσμα. «Θα γυρίσουν οι άνθρωποι, θα το δεις!»
Πέρασαν μέρες και η σκιά όλο και μίκρυνε. Έφτασε να μην μπορεί πλέον να την ξεχωρίσει.
«Πρέπει να βρω τροφή και να σε ταΐσω» της είπε. «Έχεις αδυνατήσει πολύ. Σχεδόν δεν σε βλέπω.»
Νύχτωσε για τα καλά. Ούτε φεγγάρι δεν είχε απόψε. Εξασθενημένος έγειρε στην άκρη του δρόμου. Η σκιά μεμιάς εξαφανίστηκε. Εκείνος τρόμαξε.
«Πού είσαι;» της είπε σχεδόν ξέπνοα «Σε παρακαλώ μην φεύγεις από κοντά μου. Μην με αφήνεις και εσύ.»
«Εδώ είμαι» του απάντησε το ίχνος πλέον της σκιάς.
«Μα γιατί δεν σε βλέπω!» είπε με απόγνωση και με όση τελευταία δύναμη του απόμεινε, ανασηκώθηκε για να την ψάξει. Διέκρινε τα ελάχιστά πλέον ίχνη της και αναθάρρεψε.«Α! Εδώ είσαι!» είπε. «Πόσο φοβήθηκα! Μα γιατί μίκρυνες τόσο! Κάποτε με ξεπερνούσες κατά πολύ….»
«Εδώ είμαι ακόμα…» του είπε εκείνη. «Μαζί σου, έως την τελευταία μας πνοή.» Ένα αυτοκίνητο που περνούσε εκείνη τη στιγμή, έκανε απότομα στην άκρη και σταμάτησε. Δυο άνθρωποι βγήκαν έξω και έτρεξαν προς τον σκύλο.
«Το δόλιο είπε ο ένας. «Από πότε άραγε να βρίσκεται εδώ;» «Αν δεν τον βρίσκαμε σήμερα, αύριο θα ήταν πλέον αργά.»
«Αν δεν ανασηκωνόταν, δεν θα το βλέπαμε» είπε ο άλλος και τον πήρε αγκαλιά. «Τον έκρυβαν οι θάμνοι.»
«Σκιά που είσαι;» είπε ο σκύλος εναγωνίως.
«Εδώ είμαι!» του είπε εκείνη. «Σ’ αφήνω εγώ ποτέ;;»
Μια συγκινητική ιστορία από την κ. Μαρία Μαυρίδου – Καλούδη, συγγραφέα-μητέρα-σύζυγο.
Κανένα σχόλιο