Με το όνομά της έχουν “βαφτισθεί”, ως φόρος τιμής και εκτίμησης, δεκάδες ελληνικά χωριά, ενώ αποτελεί το μοναδικό δένδρο που παράγει αλεύρι, γι’ αυτό και είναι γνωστή και ως “ψωμόδενδρο”.
Η καστανιά είναι πανάρχαιο δέντρο όπως αποδεικνύεται από διάφορα ευρήματα της εποχής του Χαλκού. Ήταν η τροφή των φτωχών το μεσαίωνα.
Οι καστανιές είναι μεγάλα δέντρα συνήθως και το ύψος τους μπορεί να φτάσει τα 35 μέτρα. Είναι είτε αυτοφυή είτε καλλιεργούνται για τους νόστιμους καρπούς τους και για την καλή σε ποιότητα ξυλεία τους αλλά και σαν καλλωπιστικά σε διάφορα πάρκα. Οι καστανιές πρέπει να βρίσκονται σε υψόμετρο πάνω από 250 μέτρα και δεν ευδοκιμούν σε χαμηλότερα υψόμετρα.
Στην Ελλάδα ο καστανάς είναι από τα πιο παλιά και παραδοσιακά επαγγέλματα και η εικόνα ενός ανθρώπου με μία μικρή ψησταριά με το όνομα φουφού,να ψήνει κάστανα το χειμώνα στους δρόμους των μεγάλων πόλεων έχει μείνει κλασσική. Καστανιές βρίσκονται κυρίως στη Θεσσαλία, Μακεδονία και στις ορεινές περιοχές της Κρήτης και της Λέσβου. Ονομαστές ποικιλίες είναι τα κάστανα Πηλίου και Κρήτης. Ειδικότερα στη Λέσβο ο τύπος του κάστανου φέρνει πιο πολύ στους μικρασιατικούς τύπους κάστανου παρά στους ηπειρωτικούς της Ελληνικής ενδοχώρας.
Υποτιμημένη από τους Έλληνες αγρότες, αλλά και την Πολιτεία παραμένει η καστανιά, που θα μπορούσε να καταστεί ένα δυναμικό προϊόν και να συμβάλει σημαντικά στην αύξηση του εισοδήματος των ορεινών πληθυσμών σε πολλές περιοχές της χώρας μας δυστυχώς όμως λόγω των ελλείψεων πολιτικών στήριξης της ορεινής επαρχίας που εφαρμόζονται και στην αγροτική οικονομία καθώς και λόγω έλλειψης συγκεκριμένου σχεδίου, έχει φτάσει στο σημείο να εισάγει τη τελευταία δεκαετία 6000 τόνους νωπού κάστανου από τη Πορτογαλία, τη Τουρκία, και τελευταία και από τη Νότια Κορέα και τη Κίνα. Ενδεικτικό της πτώσης της εγχώριας παραγωγής είναι το γεγονός ότι τις δεκαετίες του 1960 και 1970 η Ελλάδα παρήγαγε 18000 τόνους κάστανα το χρόνο. Τη τελευταία δεκαετία παρήγαγε μονάχα 11000 τόνους. Τα αίτια που έγινε αυτή η ραγδαία μείωση της καλλιέργειας κάστανου εκτός από τις πολιτικές αιτίες έχει να κάνει και με φυσικές (έλκος της καστανιάς). Πάντως γίνονται και προσπάθειες βελτίωσης της παραγωγής. Από το 1992 γεωπόνοι κάνουν βιολογική καταπολέμηση σε ολόκληρη τη χώρα του μύκητα ‘έλκος της καστανιάς’ με αποτέλεσμα το τελευταίο χρόνο η παραγωγή να παρουσιάσει άνοδο στους 12000 τόνους, ίσως και ως τους 13000. Μέχρι στιγμής 17 νομοί σε όλη την Ελλάδα καταπολέμησαν το μύκητα και μένουν άλλοι 11 νομοί.
Τρόπος καλλιέργειας :
Άρδευση-λίπανση : Αρχικά τον Ιούνιο είναι απαραίτητο να γίνει το πρώτο ράντισμα. Στη συνέχεια τον Ιούλιο πρέπει να γίνει το δεύτερο ράντισμα και πρέπει να κοπούν τα χορτάρια στο χωράφι και αμέσως να γίνει το πότισμα. Τον Αύγουστο γίνεται το τρίτο και τελευταίο ράντισμα ενώ ένα ακόμη κόψιμο χορταριών καθώς και πότισμα πρέπει να επαναληφθεί τον Σεπτέμβριο. Το μέγεθος του κάστανου έχει να κάνει με την υγρασία, τη ποικιλία και τη σύσταση του εδάφους.Τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι απαγορευτικά για την ανάπτυξη του φυτού.
Συγκομιδή : Πρέπει να τονιστεί εδώ ότι το μεγαλύτερο έξοδο για όλη τη καλλιέργεια είναι όταν έρθει η ώρα της συγκομιδής γιατί χρειάζονται πολλά εργατικά χέρια. Η συγκομιδή γίνεται με τίναγμα των καρπών του δέντρου και στη συνέχεια γίνεται μάζεμα με το χέρι. Μερικοί στρώνουν δίχτυα για πιο εύκολο μάζεμα.
Οταν τα δενδρύλλια φτάσουν σε ηλικία περίπου 3 ετών, τα νεαρά δένδρα αρχίζουν να καρποφορούν και τότε προβαίνουν σε εμβολιασμό (ενοφθαλμισμό ή με σχιστό και υπόφλοιο εγκεντρισμό) με εμβόλια τα οποία προμηθεύονται από εκλεκτούς φαινότυπους (plus trees) που κατά την κρίση τους εντοπίζουν σε δικά τους ή γειτονικά κτήματα. Ομως, στον 21ο αιώνα η προσέγγιση αυτή είναι εντελώς απαράδεκτη.
Οι παραγωγοί θα πρέπει πρώτα να προβαίνουν σε εδαφολογική ανάλυση των αγροτεμαχίων τους. Εάν το έδαφος είναι κατάλληλο, θα πρέπει να κάνουν έρευνα αγοράς και να προμηθεύονται τα δενδρύλλια επιθυμητής ποικιλίας ή προέλευσης.
Εχθροί-ασθένειες : Μετά την καταπολέμηση του έλκους της καστανιάς και τον έλεγχο της μελάνωσης με φειδωλή άρδευση, δεν υπάρχει κανένας λόγος οι ενδιαφερόμενοι καλλιεργητές να καταφεύγουν σε γαλλικές ή άλλες ξενόφερτες ποικιλίες με άνοστο καρπό (“πατάτα”) και οι οποίες διαφημίζονται ως ανθεκτικές σε ασθένειες. Το αρνητικό όμως είναι ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν φυτώρια που να έχουν σφραγίδα πιστοποίησης και οι περισσότεροι καλλιεργητές αγοράζουν τα δέντρα από μη πιστοποιημένα φυτώρια με αποτέλεσμα η ποιότητα της παραγωγής να είναι αμφισβητούμενη.
Απόδοση-παραγόμενη βιομάζα : Κάθε δέντρο μπορεί να δώσει από 30-50 κιλά κάστανα. Το μέγιστο της απόδοσης θεωρείται το 50ο-60ο έτος της ηλικίας του. Ανάλογα με το είδος, μέσα στο περίβλημα καρπού υπάρχουν 2-3 καρποί και σε άλλα είδη μόνο ένας. Η απόδοση της καλλιέργειας καστανιάς δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Με σημερινές τιμές, μια σύγχρονη, φροντισμένη φυτεία αποδίδει περίπου 350-400 ευρώ ανά στρέμμα τον χρόνο.
Μεταποιείται περίπου μόνο το 10% της παραγωγής σε γλυκό κουταλιού, σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου ποσοστό 30-40% μεταποιείται σε πλήθος προϊόντων, όπως αποφλοιωμένο στεγνό ή κονσερβοποιημένο κάστανο, καστανάλευρο, σκευάσματα αρτοποιίας, ζυμαρικά, ηδύποτα και μπύρα, πουρέ και κρέμα κάστανου, διάφορα γλυκίσματα, με κορυφαίο προϊόν το μαρόν γλασέ (marrons glaces).
Είδη
Τα κυριότερα είδη καστανιάς είναι:
- Η Ευρωπαϊκή Καστανιά. Γρήγορα αναπτυσσόμενο δέντρο που φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος. Τα φύλλα του είναι πριονωτά και μεγάλα, τα κάστανα έχουν καφέ ή καστανόγκριζο ρυτιδωμένο φλοιό. Το ξύλο της Ευρωπαϊκής καστανιάς είναι σκληρό και ανθεκτικό, σχίζεται εύκολα και δεν προσβάλλεται από μύκητες και έντομα. Χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία, στην παραγωγή δοκαριών, πασσάλων σαν οικοδομική ξυλεία (ανθεκτικές σανίδες) στην παραγωγή χαρτιού και στη βυρσοδεψία.
- Η Ιαπωνική καστανιά. Είναι δέντρο ή θάμνος με ύψος που φτάνει τα 10 μέτρα. Έχει φύλλα σχήματος καρδιάς και τα κάστανα που παράγει είναι μεγάλα αλλά όχι τόσο νόστιμα.
- Η Αμερικανική καστανιά. Το ύψος των δέντρων φτάνει τα 35 μέτρα και δίνει καλής ποιότητας ξυλεία ενώ και οι καρποί τους θεωρούνται από τους πιο νόστιμους. Το είδος κινδύνευσε με εξαφάνιση όταν το 1900 ένας μύκητας πρόσβαλλε τα δέντρα και προκάλεσε την ασθένεια «σήψη της καστανιάς». Όσες καστανιές παρέμειναν από την πανωλεθρία αυτή διασταυρώθηκαν με ανθεκτικές ασιατικές ποικιλίες.
- Η Κινεζική καστανιά. Τα δέντρα φτάνουν τα 18 μέτρα ύψος. Είναι ένα πολύ ανθεκτικό είδος στα έντομα και τις ασθένειες καθώς και στο σάπισμα. Αναπτύσσεται σε μεγάλα υψόμετρα, πάνω από 2000 μέτρα. Τα κάστανα της θεωρούνται πολύ νόστιμα.
Είναι σημαντικό πως κάστανα συνιστώνται στην Παιδιατρική για τη θεραπεία περιστατικών γαστρεντερίτιδας και κοιλιακών ανωμαλιών νηπίων και παιδιών καθόσον αποτελούν τροφή χωρίς γλουτένη. Η περιεκτικότητά του σε φυτικές ίνες είναι επίσης υψηλή και, σε αντίθεση με άλλους ξηρούς καρπούς, το κάστανο περιέχει λίπη σε πολύ χαμηλό επίπεδο (μόνον 2-5%).
Στα βρασμένα κάστανα παρατηρείται αύξηση στην περιεκτικότητά τους σε νερό, αλλά μειώνεται η πρωτεΐνη, ενώ αυξάνεται η περιεκτικότητα σε λίπη. Αντίθετα, στα ψημένα κάστανα, η πρωτεΐνη δείχνει να αυξάνεται, το ίδιο και οι αδιάλυτες και διαλυτές φυτικές ίνες, ενώ τα διαθέσιμα σάκχαρα μπορεί να αυξηθούν κατά 25%, με αποτέλεσμα και το ενεργειακό επίπεδο να αυξάνεται σημαντικά.
Ευεργετικό για την υγεία το μέλι καστανιάς: Το μέλι ανθέων καστανιάς δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στη χώρα μας. Είναι σκουρόχρωμο και έχει ιδιαίτερα έντονη γεύση και μοναδικό άρωμα. Οι μελισσοκόμοι ενθαρρύνουν τα μελίσσια τους να βόσκουν νέκταρ και γύρη καστανιάς διότι έτσι παρατείνεται η διάρκεια ζωής της μέλισσας και επιτυγχάνεται η ενδυνάμωση των πληθυσμών τους. Ομως, το μέλι που παράγεται από άνθη καστανιάς έχει τον ιδιαίτερο βιολογικό χαρακτήρα να εμποδίζει την ανάπτυξη βακτηριακών προσβολών στον άνθρωπο.
Στην Ιταλία το μέλι καστανιάς παραδοσιακά χρησιμοποιείται για επικάλυψη χρόνιων πληγών, εγκαυμάτων και δερματικών ελκών, ακριβώς λόγω της αντιβακτηριακής του δράσης.Συμπερασματικά, το κάστανο όχι μόνον αποτελεί καρπό υψηλής διατροφικής αξίας, αλλά είναι και εξαιρετικά ευεργετικό για την ανθρώπινη υγεία.
Κανένα σχόλιο