Φθινόπωρο, η εποχή της συστολής, της εσωστρέφειας, της γλυκιάς μελαγχολίας. Η εποχή που μεταφέρει τα καλοκαιρινά μας βιώματα, σε χειμερινό πλάνο. Τρεις μήνες ανακατατάξεων και προετοιμασιών, μπροστά στην ανάγκη για επιβίωση μέχρι το πέρας του χειμώνα. 

Η ποίηση, πιστός εκφραστής των ανθρώπινων ανησυχιών, έχει μεριμνήσει και για το φθινόπωρο και αντίστοιχα αυτό την έχει εμπνεύσει. 
Ας δούμε λοιπόν το φθινόπωρο, μέσα από τα μάτια των ποιητών. 
 
 
Λίγα γαρούφαλα
 
Λίγα γαρούφαλα απομένουνε στις γλάστρες,
στον κάμπο θα ‘χουν κιόλας οργώσει τη γης.
Ρίχνουν το σπόρο, 
έχουν μαζέψει τις ελιές.
Όλα ετοιμάζονται για το χειμώνα. 
Κι εγώ, γεμάτος απ’ την απουσία σου,
φορτωμένος με την ανυπομονησία των μεγάλων ταξιδιών,
περιμένω σαν αγκυροβολημένο φορτηγό
μέσα στην Προύσα. 

(Ναζίμ Χικμέτ, Τα ποιήματα των 9-10μμ)
 
Τελευταίος σταθμός
 
Αυτό το βράδυ στάθηκε το πιο γλυφό.
Το ήπια σταλαγματιά-σταλαγματιά καθώς σκεφτόμουνα,
πως ό,τι δόθηκε δεν παίζει με τ’ αποσιωπητικά,
δε μιλά τη γλώσσα της επιστροφής θα ξανάρθω με τα 
πρωτοβρόχια.
Αυτό το βράδυ έφυγε ακόμα ένας.
Χάθηκε εκεί που σβήνεις ένα-ένα τα φώτα σου στον ουρανό
και τίποτα δεν είναι πια να ξαναρχίσει.
Κι εγώ να σκέφτομαι το βράδυ αυτό, να μη μπορώ να μιλήσω.
Τα μάτια υγρά, το στόμα υγρό, τα μαλλιά μουσκεμένα
σαν τα παράθυρα σ’ ένα βαγόνι τρίτης θέσης
και βλέπεις αόριστα πως τίποτε πια δεν ωφελεί
μες στα χαλαρωμένα χέρια και στα πεσμένα μαλλιά σου.

(Νίκος- Αλέξης Ασλάνογλου, Δύσκολος θάνατος)
 
 
Εποχές (απόσπασμα)
 
Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών
ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων και βαθμιαίαν σβέσιν
των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγια-
λούς, όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα
με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθα-
λασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην..

(Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα)
 
Πλησίον παραθύρου ανοικτού
 
Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,
πλησίον παραθύρου ανοικτού,
εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,
ηδονική κάθημαι ησυχία.
Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή.
Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτού
εν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί, 
αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.
Ανοίγει το παράθυρόν μου κόσμον άγνωστον.
Αναμνήσεων ευόσμων, 
άρρητων μοι προσφέρεται πηγή.
Επί του παραθύρου μου πτερά
κτυπώσι- φθινοπωρινά πνεύματα δροσερά
εισέρχονται και με περικυκλούσι
κ’ εν αγνή των γλώσση μοι λαλούσι.
Ελπίδας αορίστους και ευρείας 
αισθάνομαι κ’ εν τη σεπτή σιγή
της πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,
ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν
εκ του χορού των άστρων μουσικήν. 

(Κ.Π. Καβάφης, Τα αποκηρυγμένα)
 
Η ραψωδία του γυμνού φωτός (απόσπασμα)
 
Κοιμήθηκε η βροχή στο λασπωμένο δρόμο
στο λίγο φως με τ’ άρρωστα κορίτσια,
πίσω απ’ τα τζάμια του απογεύματος.
Βήμα βαθύ του φθινοπώρου στα προαύλια των σχολείων
πάνω στις χορταριασμένες πλάκες .
Βήμα της βραδιάς με μθα δέσμη σοβαρών αστερισμών
έξω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες.
Οι κήποι φεύγουν στην ομίχλη,
φεύγουν με τους ανέμους,
μπλέκονται τα κλαδιά των δέντρων με τα σύγνεφα.
Ένα πουλί χτυπάει το τζάμι του παραλιακού σπιτιού.
Κανείς δεν είναι να του ανοίξει.
Φύγαν όλοι με τα καράβια δίχως φώτα.
Πού έχουν πάει; 
Και το καπέλο του καλοκαιριού κουρελιασμένο,
το σέρνει ο αγέρας στο ακρογιάλι, το χτυπάει στους βράχους
και μένει μόνο η θάλασσα κάτω απ’ τις αστραπές
μέσα στη πολυθόρυβη ερημιά της.

(Γιάννης Ρίτσος, Δοκιμασία)
 
 
 
Follow us