Αύγουστος 2004, κατά τη διάρκεια της ολυμπιακής φιέστας
Έχουμε και λέμε: Άφιξη στην Σούδα στις έξι τα χαράματα μετά από πλου εννιά ωρών. Σούδα-Χανιά με το αστικό λεωφορείο. Απολαυστικός πρωινός καφές στο παλιό λιμάνι, κι’ ύστερα Χανιά-Χώρα Σφακιών κάνα δίωρο διαδρομή με το κρητικό κτελ. Άγνωστος (για την ώρα) χρόνος αναμονής στη Χώρα Σφακιών καθότι το πρωινό καραβάκι για τη Γαύδο γέμισε στα γρήγορα και σάλπαρε ήδη. Όποιος πρόλαβε πρόλαβε, οι υπόλοιποι θα μπαρκάρουμε με το έκτακτο δρομολόγιο, αν κι εφόσον υπάρξει τελικά τέτοιο. Πράγμα το οποίο θα μάθω εντός ολίγου.
Στον Καραβέ, το εντελώς μινιμαλιστικό λιμάνι της Γαύδου, περιμένει υπομονετικά το λεωφορείο της κοινότητας για την τελευταία οδική μεταφορά της ημέρας. Καλώς ορίσατε! Καλώς σας βρίσκουμε! Πρώτη στάση Σαρακίνικο. Δεύτερη και τελική Αϊ Γιάννης. Ο επίλογος της μικρής οδύσσειας θα γραφτεί με τα πόδια, κάνα τέταρτο πορεία μέσα από τους αμμόλοφους και τους κέδρους.
Όχι, δεν θα στήσω τ’ αντίσκηνο απόψε. Για ένα έστω βράδυ θέλω στρώμα μονάχα την άμμο και στέγη τον ουρανό. Με μοναδική παρέα τ’ αστέρια, τον παφλασμό του κύματος και τη δροσιά του ανέμου να ανασαίνει μέσα στους κέδρους.
Η ηλεκτροδότηση της Γαύδου μπορεί να μην έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αλλά rent-a-car το νησί διαθέτει ήδη! Κι εγώ από την πλευρά μου καλά θα κάνω ν’ αφήσω κατά μέρος τα κακεντρεχή σχόλια και τις ειρωνείες γιατί δεν με παίρνει καθόλου, αφού έστω και με βαριά καρδιά κατέφυγα εντέλει στη χρήση των υπηρεσιών ενοικίασης. Επικαλούμενη βεβαίως λόγους «φωτογραφικής οικονομίας» ως άλλοθι (προς στον εαυτό μου) για να διασκεδάσω τις τύψεις μου μπροστά στην παράδοσή μου στην εύκολη λύση της μηχανοκίνησης.
Κι άμα σ’ αρέσει. Αλλιώς… Έτσι ήταν πάντα εξ’ ορισμού τα μονοπώλια, από καταβολής… μονοπωλίων. Είτε πρόκειται για πολυεθνικά μεγαθήρια, είτε για τοπικά μικρομάγαζα. Και τώρα εγώ τι να ευχηθώ; Να γνωρίσει σύντομα το νησί την ανάπτυξη του «υγιούς ανταγωνισμού» και να πλημμυρίσει στο μέλλον από οχήματα προς ενοικίαση για να πέσουν οι τιμές; Άσε καλύτερα.
Τον είχα δει παλιότερα να φιγουράρει εξώφυλλο σε κάποιο έντυπο, κι από τότε η ανάμνησή του λες και είχε στοιχειώσει μέσα μου, ακριβώς όπως απεικονιζόταν σ’ εκείνη την φωτογραφία. Μελαγχολικός, μοναχικός και λαβωμένος, μα και αγέρωχος μαζί, ορκισμένος εραστής της σιωπής κι απόλυτος κύριος της ερημιάς. Έτσι όπως του έπρεπε. Σαν φάρος. Ερειπωμένος. Αψηφώντας τους αέρηδες και τη φθορά του χρόνου, και με τα χαίνοντα τραύματά του παραδομένα στο λιοπύρι και την αλμύρα. Αδιάφορος για τους ανθρώπους που τον είχαν πληγώσει, και συνομιλώντας μονάχα με τα γλαροπούλια.
Αν ποτέ βρεθώ στη Γαύδο, υποσχέθηκα στον εαυτό μου, το πρώτο που θα κάνω είναι να ψάξω να μάθω που βρίσκεται για να πάω να τον φωτογραφήσω.
Φρεσκοβαμμένος στα λευκά, με μερικές κίτρινες πινελιές και στέγη σε απαλό κεραμιδί , πρέπει να παραδεχτώ ότι φοντάρει υπέροχα στο βαθύ γαλάζιο. Μήπως στάθηκα κάπως βιαστική και άδικη στην κρίση μου; Θεμιτή, η μάλλον επιβαλλόμενη, δεν είναι στο κάτω κάτω η συντήρηση των ιστορικών μνημείων για να μην καταρρεύσουν και χαθούν οριστικά; Ναι, αρκεί όμως κανείς να ξέρει να διακρίνει τα όρια ανάμεσα σε μια προσεκτική αναστήλωση για λόγους διάσωσης και την αυθαίρετη υπέρβαση που οδηγεί σ’ ένα άλλου είδους καταστροφή του μνημείου. Και στην προκειμένη περίπτωση έχω την βάσιμη υποψία πως πέρα από τις αναμφίβολα καλές προθέσεις, ο υπερβάλλων ζήλος έκανε ζημιά στην ιστορικότητα. Ανεπανόρθωτη.
Άμπελος. Καυτή πέτρα πάνω στην καυτή πέτρα. Εξουθενωμένα πρόβατα που μάταια αναζητούν κάποια σκιά. Έρημα χωράφια σπαρμένα ατίθασα κατσίκια, σκαρφαλωμένα σε βράχια και ξερολιθιές. Και παντού μαντριά, μαντριά, και ξανά μαντριά. Όχι, λάθος. Πρώην σπίτια είναι τα περισσότερα, που ποιος ξέρει γιατί και πότε εγκαταλείφτηκαν, ερείπωσαν, και σιγά σιγά τα κατέλαβαν οι νέοι τους ένοικοι: γερασμένες γίδες, αεικίνητες σαύρες και κότες αλανιάρες.
Καστρί, Ξενάκι, Βατσιανά: σκόρπιοι μικροί οικισμοί που καταφέρνουν ακόμα να συγκρατούν τους λιγοστούς κατοίκους τους. Τρεις δεκάδες όλοι κι όλοι οι άνθρωποι που ξεχειμωνιάζουν στη Γαύδο, σαν να λέμε ένας για κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Το κέντρο του νησιού είναι ένα καταφύγιο δροσιάς, κατάφυτο με πεύκα, σπαρμένο εδώ κι εκεί ερειπωμένα πέτρινα μετόχια και φρεσκοασβεστωμένα κατάλευκα ξωκλήσια.
Να περιφέρεσαι στην τύχη και να μην χορταίνεις να περπατάς τους δασικούς χωματόδρομους ατενίζοντας από ψηλά κόλπους και παραλίες: Αϊ Γιάννης, Λαυρακάς, Πύργος, Ποταμός …
Να μεθάς με το αναδυόμενο αρωματισμένο χαρμάνι δεκάδων θινών, βοτάνων κι αγριολούλουδων που δεν ξέρεις να κατονομάσεις ούτε στο περίπου.
Ν’ ακολουθείς το σημαδεμένο μονοπάτι που οδηγεί από τον Κόρφο στην παραλία της Τρυπητής, κι από κει στο ακρωτήρι πάνω από τις Καμαρέλες, μόνο και μόνο για να νοιώσεις όσο γίνεται εγγύτερα την ανάσα της Αφρικής, ακροβολισμένος εσύ στο νοτιότερο άκρο της Ελλάδας.
Να μετεωρίζεσαι στις Άσπες, παραδομένος στον ίλιγγο των σχεδόν κάθετων βράχων της νότιας ακτής, υποκλινόμενος μπροστά στ’ αγριοκάτσικα καθώς κρέμονται αδιάφορα στο χείλος της αβύσσου με τη φυσικότητα και την άνεση που εσύ περπατάς στη μέση μιας πλατείας. «Γκρεμνά είναι εμάς οι τόποι μας…».
Κι όσο περνάνε οι μέρες και εξοικειώνεσαι μαζί τους, ν’ αρχίζεις σιγά σιγά να τα ξεχωρίζεις, να μαθαίνεις τις περιοχές τους και τις συνήθειες τους, ν’ αποζητάς την παρουσία τους και να συλλαμβάνεις τελικά τον εαυτό σου να διαλογίζεσαι μαζί τους φωναχτά μετά από ώρες σιωπηρής αμοιβαίας παρατήρησης. Το σύνδρομο της κυράς της Άμπελου;
Επιστροφή στην κοινωνία των ανθρώπων. Με πρόσκληση σε γεύμα στη μικρή αετοφωλιά του Μήτσου και της Κικής, στο λόφο πάνω από το Σαρακίνικο.
Όλοι οι καλοί παρόντες: Ο Γιώργος, η Καλή, ο Αποστόλης, η Νόρα, ο Βαγγέλης, η Ελένη, ο Γιώργος ο νεώτερος … Και μόνος απών ο καλύτερος όλων, ο οικοδεσπότης μας, που λείπει σε ταξίδι για δουλειές, σαν ήρωας του Κοστουρίτσα… Με τις σκέψεις μας να σε συντροφεύουν κάθε στιγμή Δημήτρη αδερφέ, και όλες οι ρακές να πίνονται στην υγειά σου.
Από κάτω μας μια θάλασσα λάδι και η παραλία του Σαρακίνικου σερβιρισμένη στο πιάτο. Κάπου εκεί και το κτίσμα των εξόριστων επί Μεταξά, που φιλοξένησε μεταξύ άλλων και τον Άρη Βελουχιώτη.
Πρώτα μια καντινούλα με αναψυκτικά. Ύστερα μια ταβερνίτσα για κάτι πρόχειρο. Έπονται κάνα-δυο αναβαθμισμένα μαγαζάκια, με μερικά ενοικιαζόμενα δωμάτια στο πίσω μέρος. Κι εκεί όπου έχεις μάθει να ξαπλώνεις ολόγυμνος κι ελεύθερος στον ήλιο και ν’ αποκοιμιέσαι με θέα τον έναστρο θόλο, ξυπνάς μια ωραία πρωία σε οργανωμένο κάμπινγκ με φόντο ξενοδοχειακό συγκρότημα, περικυκλωμένος ομπρέλες, ξαπλώστρες και κάτι τύπους με μαγιό να παίζουν ρακέτες πάνω από το κεφάλι σου. Εφιάλτης! Που δεν πρέπει να επαναληφθεί. Σαρακηνοί ελευθεροσκηνίτες γρηγορείτε!