Η έκθεση, που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα, προειδοποιεί ότι η απώλεια των ενδιαιτημάτων λόγω της καταστροφής του περιβάλλοντος, της υπερθέρμανσης του πλανήτη, του κυνηγιού, και της ρύπανσης, θα οδηγήσουν σε μια έκτη μαζική εξαφάνιση των ειδών. Χρησιμοποιώντας στοιχεία για τον πληθυσμό των ζώων από το 1970 ως μέτρο σύγκρισης, οι επιστήμονες αξιολόγησαν την κατάσταση της βιοποικιλότητας και προειδοποιούν τώρα ότι ο πλανήτης θα χάσει το 67% των ζώων του έως το 2020, εάν δεν καταβληθούν αμέσως σημαντικές προσπάθειες για την προστασία των άγριων πληθυσμών.
Η συγκεκριμένη ετήσια έκθεση υπολογίζει την κατάσταση της βιοποικιλότητας του πλανήτη αξιολογώντας τις πληθυσμιακές τάσεις των ζώων που ζουν στην ξηρά και τη θάλασσα. Η νέα έκθεση αναγνωρίζει ότι οι κίνδυνοι για τα ζώα σε όλο τον κόσμο αποτελούν μία παγιωμένη κατάσταση και όχι κάτι νέο. Εξάλλου, η συνολική μείωση των παγκόσμιων πληθυσμών θηλαστικών, πουλιών, ερπετών και ψαριών ήταν 58% μεταξύ 1970 και 2012. Αυτό μεταφράζεται σε απώλεια ειδών περίπου 2% κάθε χρόνο. Η περιβαλλοντική καταστροφή συνεχίζεται αμείωτη, τόσο άμεσα, με τη μορφή του κυνηγιού και της αποψίλωσης των δασών, καθώς και μέσω δευτερογενών παραγόντων, όπως η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη, καθιστώντας την απειλή για την επιβίωση των άγριων ζώων ακόμα πιο σοβαρή.
«Δεν είμαστε πια ένας μικρός κόσμος σε ένα μεγάλο πλανήτη. Αποτελούμε πλέον ένα μεγάλο κόσμο σε ένα μικρό πλανήτη, και έχουμε φτάσει σε ένα σημείο κορεσμού», δήλωσε ο καθηγητής Γιόχαν Ρόκστρεμ, προλογίζοντας την έκθεση.
Από όλα τα ζώα της γης, έχουν επηρεαστεί σοβαρότερα από την ανθρώπινη δραστηριότητα εκείνα που κατοικούν σε ποτάμια και λίμνες. Οι ζωικοί πληθυσμοί σε υγροτόπους γλυκού νερού έχουν μειωθεί κατά 81% από το 1970, γεγονός που αποδίδεται στην υπερβολική άντληση νερού, τη ρύπανση και τα φράγματα, αναφέρει η έκθεση. Η υπερθέρμανση του πλανήτη, η οποία αναγκάζει τα ζώα να προσαρμόσουν τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής τους, ενισχύει τις αρνητικές επιπτώσεις της ανθρώπινης δράσης και επιταχύνει την απώλεια των πληθυσμών.