Η συνεχιζόμενη και συστηματική εξαφάνιση των τοπικών ποικιλιών φυτών θα οδηγήσει σύντομα στο σημείο να θεωρείται πολυτέλεια το δίλημμα κατά πόσο θέλουμε να καταναλώνουμε μεταλλαγμένα ή όχι. Όταν εξαφανιστούν οι τοπικές ποικιλίες καλλιεργήσιμων φυτών, μαζί τους θα εξαφανιστούν ανεπιστρεπτί και οι επιλογές μας, καθώς θα είμαστε διατροφικά εξαρτημένοι. Δεδομένου ότι υπάρχει ανετοιμότητα, όσον αφορά το πρόβλημα το οποίο απροκάλυπτα εντείνεται, πρέπει η κοινωνία να αφυπνιστεί και να λάβει τα μέτρα της απέναντι σε μία κατάσταση επικίνδυνα οργανωμένη και δρομολογημένη, για τον έλεγχο των διατροφικών πηγών του κόσμου. Αυτή η πιθανή εξέλιξη πρέπει να σταματήσει, πριν είναι πολύ αργά.Για να συμβεί αυτό, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη σημασία διατήρησης των τοπικών, παραδοσιακών, ενδημικών, μη-τροποποιημένων αγροτικών ποικιλιών.
Σημασία των Παραδοσιακών Τοπικών Ποικιλιών
Οι κοινωνίες των νησιών επιβίωσαν επί χιλιετίες καλλιεργώντας τις μοναδικές νησιωτικές ποικιλίες οπωροκηπευτικών φυτών. Οι ποικιλίες αυτές χρειάστηκαν αιώνες για να προσαρμοστούν γενετικά στις ιδιαίτερες συνθήκες των διαφορετικών νησιών, όπως για παράδειγμα η έλλειψη νερού, οι έντονοι άνεμοι, το φτωχό σε θρεπτικά συστατικά χώμα, τα τοπικά φυτοπαθογόνα.
Η γεωγραφική απομόνωση των νησιών οδήγησε στην ανάπτυξη μεγάλου αριθμού διαφορετικών τοπικών ποικιλιών, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στις εδαφοκλιματικές συνθήκες του κάθε νησιού. Έτσι μπορούν να αναπτύσσονται έχοντας καλή απόδοση, περιορισμένες ανάγκες σε νερό και θρεπτικά συστατικά, ενώ μπορούν να αμύνονται στους φυσικούς τους εχθρούς. Δηλαδή μπορούν να καλλιεργούνται χωρίς να χρειάζονται χημικά λιπάσματα ή φυτοφάρμακα.
Αν και χρειάζονται αιώνες για να εξελιχθούν οι τοπικές ποικιλίες φυτών, σε λίγες μόνο δεκαετίες βλέπουμε ότι σε ολόκληρη την Ελλάδα, οι τοπικές ποικιλίες εξαφανίζονται με ιδιαίτερα ανυσυχητικούς ρυθμούς. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα, σε λίγες μόνο δεκαετίες, από τις 200 ποικιλίες σταριού που καλλιεργούνταν, έχουν μείνει μόνο 20, δηλαδή μειώθηκαν κατά 90%.
Επίσης, πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει ότι μόνο το 2-3 % των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν 50 χρόνια στην Ελλάδα έχει διασωθεί υπό καλλιέργεια μέχρι τις μέρες μας.
Κιβωτός – Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου
Μια σύγχρονη Κιβωτός για την προστασία του ελληνικού Φυτογενετικού Υλικού
Προσπαθώντας να προσεγγίσει αυτό το δύσκολο πρόβλημα, το Αρχιπέλαγος δημιούργησε την Άνοιξη του 2005 στην Ικαρία την Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου, η οποία εδρεύει σήμερα στην ερευνητική του βάση, στο Βαθύ της Σάμου. Στόχος αυτής της μακροχρόνιας δράσης είναι η συγκέντρωση και φύλαξη σπόρων, καθώς και ο πολλαπλασιασμός και η διάδοση της καλλιέργειας των τοπικών ποικιλιών καλλιεργήσιμων φυτών από τα νησιά αλλά και από περιοχές της ηπειρωτικής χώρας. Παράλληλα συγκεντρώνονται και σπόροι από ενδημικά, προστατευόμενα και άλλα είδη χλωρίδας των νησιών. Η ανάγκη δημιουργίας της Τράπεζας Σπόρων ήταν επιτακτική, καθώς τα τελευταία χρόνια κατά την ερευνητική μας δράση στο Αιγαίο, παρατηρούμε ότι οι τοπικές ποικιλίες εξαφανίζονται χρόνο με το χρόνο, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα νησιά.
Η Κιβωτός – Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου μέσα σε λίγα χρόνια λειτουργίας, κατάφερε να συγκεντρώσει φυτογενετικό υλικό από διάφορες περιοχές της χώρας. Συνεργάζεται με την Τράπεζα Σπόρων Φυτογενετικού Υλικού του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας, με μη-κυβερνητικές οργανώσεις καθώς και φορείς που δραστηριοποιούνται σε αυτό τον τομέα στην Μεσόγειο.
Με συνεχή, εκτεταμένη έρευνα και τη συγκινητική συνεργασία ευαισθητοποιημένων πολιτών από τις τοπικές κοινωνίες, έχουν συγκεντρωθεί εκατοντάδες ποικιλίες, από νησιά , νησίδες, βραχονησίδες και παράκτιες περιοχές του Αιγαίου, καθώς και περιοχές της Στερεάς Ελλάδας. Περιλαμβάνουν τοπικές ποικιλίες δενδρωδών, κηπευτικών, σιτηρών, ψυχανθών, αμπέλου και βοτάνων. Η Κιβωτός Σπόρων έχει επίσης καταφέρει να συλλέξει ποικιλίες που πιστεύαμε ότι είχαν εξαφανιστεί, όπως η κόκκινη πατάτα της Κρήτης, άσπρο και κόκκινο καλαμπόκι και το κρεμμύδι «μελάθι».
Οι σπόροι φυλλάσονται υπό κατάλληλες συνθήκες για μακροχρόνια συντήρηση και καλλιεργούνται πειραματικά για μορφολογική παρατήρηση, έτσι ώστε να εξεταστεί ο τυχόν βαθμός επιμόλυνσής και να επιτευχθεί ο πολλαπλασιασμός τους.
Ενέργειες της Κιβωτού – Τράπεζας Σπόρων Αιγαίου
Καθόλη τη διάρκεια του χρόνου οι ερευνητές του Αρχιπελάγους προσεγγίζουν απομακρυσμένες περιοχές, συνεχίζοντας τις προσπάθειες εύρεσης και συλλογής σπόρων από σπάνιες παραδοσιακές και ενδημικές ποικιλίες.
Ωστόσο, για να μπορέσει η Κιβωτός – Τράπεζα Σπόρων Αιγαίου, να γίνει περισσότερο αποτελεσματική και να επιτευχθεί σωστή διαχείριση, καθώς και εξασφάλιση της βιωσιμότητας του ελληνικού φυτογενετικού υλικού, είναι απαραίτητος ο πολλαπλασιασμός και αναδιανομή μέρους του φυλασσόμενου φυτογενετικού υλικού, σε υπεύθυνους και ευαισθητοποιημένους καλλιεργητές. Με τον τρόπο αυτό, θα εξασφαλισθεί η προώθηση της καλλιέργειας των αναντικατάστατων αυτών ποικιλιών, που στήριξαν επί αιώνες τη διατροφή των αγροτικών κοινωνιών και ολόκληρης της ελληνικής επικράτειας.
Οι αγρότες από τον Έβρο μέχρι τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη συνεργάζονται με τους επιστήμονες του Αρχιπελάγους, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η καλλιέργεια υπό ασφαλείς συνθήκες, δηλαδή συνθήκες που αποκλείουν κίνδυνο επιμόλυνσης από ξένες ποικιλίες, αλλά και που θα επιτρέπουν τον πολλαπλασιασμό των τοπικων ποικιλίων, με μεθόδους βιολογικής καλλιέργειας, χωρίς τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων.
Για το σκοπό αυτό, το Αρχιπέλαγος συνεχίζει να ενημερώσει και να ευαισθητοποιεί τις τοπικές κοινωνίες των νησιών, για την ανάγκη σωστής διαφύλαξης των τοπικών ποικιλιών καλλιεργούμενων ειδών φυτών, αλλά και για τις μεθόδους με τις οποίες μπορούν να καλλιεργούνται χωρίς κίνδυνο επιμόλυνσης και χρήση χημικών πρόσθετων.
Πώς επιμολύνονται και εξαφανίζονται οι τοπικές ποικιλίες
Έως και τα μέσα του περασμένου αιώνα, οι αγρότες των νησιών και των περισσότερων περιοχών της Ελλάδας καλλιεργούσαν σχεδόν αποκλειστικά τοπικές ποικιλίες και κάθε χρόνο φύλαγαν τους σπόρους για την καλλιέργεια της επόμενης χρονιάς. Τις τελευταίες δεκαετίες όμως, όλο και περισσότεροι αγρότες (τόσο οι επαγγελματίες, όσο και αυτοί που καλλιεργούν για να καλύψουν τις ανάγκες της οικογένειας) αγοράζουν τους σπόρους για τις καλλιέργειές τους. Οι σπόροι που είναι διαθέσιμοι στο εμπόριο είναι από ξένες προς τα νησιά ποικιλίες, ενώ πολύ συχνά είναι και υβριδισμένοι.
Οι υβριδισμένοι σπόροι έχουν υποστεί πολλές κατευθυνόμενες εργαστηριακές διασταυρώσεις. Ως εκ τούτου, έχουν μεγάλη παραγωγή την πρώτη χρονιά της καλλιέργειάς τους, με την προϋπόθεση ότι θα τους παρέχονται μεγάλες ποσότητες νερού, θρεπτικών συστατικών (με χημικά ή βιολογικά λιπάσματα), ενώ επίσης θα πρέπει να προστατευθούν από τα τοπικά φυτοπαθογόνα (με χημικά ή βιολογικά φυτοφάρμακα) στα οποία είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι.
Οι εργαστηριακές διασταυρώσεις των υβριδίων, εκτός από την υψηλή παραγωγή τους δίνουν και ένα άλλο χαρακτηριστικό: ο σπόρος αποδυναμώνεται μετά την πρώτη καλλιέργεια, και εάν καλλιεργηθεί δεύτερη φορά δίνει ελάχιστη παραγωγή, δηλαδή ο αγρότης αναγκάζεται πλέον να αγοράζει κάθε χρόνο τους απαραίτητους σπόρους ή φυντάνια (αφού δεν μπορεί πια να τα παράγει).
Ο μεγάλος όμως κίνδυνος που προκύπτει από την ανεξέλεγκτη καλλιέργεια υβριδίων είναι ότι κατά τη γονιμοποίηση τους, μέσω των εντόμων ή του αέρα, μπορούν να επιμολύνουν τοπικές ποικιλίες που βρίσκονται έως και 2 χλμ. μακριά. Όταν μία τοπική ποικιλία επιμολυνθεί, ο επόμενός της σπόρος θα αποκτήσει χαρακτηριστικά του υβριδίου και το κυριότερο είναι ότι θα εξασθενίσει η δυνατότητά του να σχηματίζει παραγωγικούς σπόρους. Δηλαδή μία ποικιλία που χρειάστηκε αιώνες για να εξελιχθεί, μπορεί να εξαφανιστεί ακόμα και σε μία μόνο καλλιεργητική περίοδο. Έτσι, οι τοπικές ποικιλίες που πολλοί αγρότες προσπαθούν ακόμα να διατηρούν και να καλλιεργούν, συχνά επιμολύντονται εν αγνοία τους.
Τι μπορούμε να κάνουμε
Για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την κατάσταση, πρέπει να κινητοποιηθούμε τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Για παράδειγμα, οι αγρότες ενός οικισμού, χωριού ή ακόμα κι ενός νησιού, μπορούν να πάρουν μία συλλογική απόφαση, έτσι ώστε να σταματήσουν να εισάγονται στην περιοχή τους σπόροι ή φυντάνια από υβριδισμένες ποικιλίες. Επίσης η εισαγωγή τους μπορεί να σταματήσει σε τοπικό επίπεδο με σχετική απόφαση των τοπικών γεωργικών συνεταιρισμών, εμπόρων γεωργικών προιόντων, καθώς και των γεωπόνων, οι οποίοι συχνά εμπορεύονται υβρίδια, αντί να συμβουλεύουν τους αγρότες ενάντια στη χρήση τους.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι ακόμα και στους σπόρους που διατίθενται στο εμπόριο με πιστοποιητικά ότι δεν είναι υβριδισμένοι, συχνά βρίσκονται ανάμεσα τους (κατά τύχη;) σπόροι υβριδίων. Επομένως, η λύση για να διατηρούμε καθαρές τις ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι να επιστρέψουμε στην πρακτική που εδώ και πολλούς αιώνες και εώς και πριν από λίγες δεκαετίες εφαρμοζόταν από τους αγρότες: συλλογή, σωστή φύλαξη και ανταλλαγή των τοπικών ποικιλιών σπόρων.
Πρέπει να κινητοποιηθούμε άμεσα, δεδομένου ότι έχουμε βρεθεί τελείως ανέτοιμοι, απέναντι σε μία κατάσταση επικίνδυνα οργανωμένη και δρομολογημένη, για τον έλεγχο των διατροφικών πηγών του κόσμου. Όπως επισημαίνει και ο κ. Νίκος Σταυρόπουλος, προϊστάμενος της Τράπεζας Γενετικού Υλικού της Ελλάδας, στο ΕΘΙΑΓΕ: «Όποιος ελέγχει το γενετικό υλικό των φυτών, ελέγχει την παγκόσμια διατροφή για το μέλλον. Οι μεγάλες εταιρείες παράγουν σπόρους για όλο τον κόσμο και έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν αυτό που θέλουν».
Πηγή: archipelago.gr