«Θα τρέχουμε ολημερίς κάτου από τα πεύκα
ή θα τσαλαβουτάμε στη θάλασσα.
Θα γεμίσουνε τα πλεμόνια μας
από τη μυρωδιά του ρετσινιού ή της άρμης».
(«Με τη φαντασία», Κώστας Βάρναλης)
Η πεύκη, σύμφωνα με το μύθο, ήταν η μεταμόρφωση της νύμφης Πίτυος. Η Πίτυς αγάπησε τον Πάνα, που την πλάνεψε με τον αυλό του. Τούτο προξένησε τη ζυλοτυπία του Βορέα, ο οποίος χολωμένος την πέταξε μ’ ένα φύσημά του στα βράχια. Εκεί, η Μάνα Γη τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε δένδρο. Έκτοτε απολαμβάνει το φως και τη χαρά του ήλιου και στεφανώνει τον Πάνα, προσφέροντάς του τη σκιά της, ενώ, όταν φυσά ο Βοριάς, τον γαληνεύει με το λιτό πράσινο φόρεμά της και με το τραγούδι της, στο οποίο τη συντροφεύει ο Πάνας με τον αυλό του.
Μπρος σε αυτόν τον υπέροχο μύθο, δε μπορεί παρά να σταθούμε εκστατικοί· και δεν είναι δυνατό να μη θαυμάσουμε το θυσιασμό της πλανεμένης νύμφης για τον έρωτά της στον τραγοπόδαρο θεό. Τη νύμφη αυτή −ω τι ευτυχία!− τη βρίσκουμε στον περίγυρό μας, αφού αποτελεί κοινό δένδρο της Ελλάδας. Την προσπερνούμε όμως, αγνοώντας την, ενώ αυτή με θαυμαστή καρτερία υπομένει την «τιμωρία της», η οποία όμως γίνηκε βασανιστική και ολέθρια με του ανθρώπου την πρακτική, που συνηθεί να βασανίζει τη ζωή και να σκοτώνει τις νύμφες της –ο θυσιασμός της ομορφιάς φαίνεται να μην είναι προνόμιο μόνο των θεών! Φαντάζουμε ότι διαλεχτή θα ήταν η νύμφη που ξεχωρίστηκε και που σήμερα, εκ των πιτυών, φέρεται νάναι η κουκουναριά –η πάγκαλη, η γητεύτρα για την ομορφιά της–, εν από τα ιδιαίτερα και μοναδικά δένδρα της χώρας μας (πιτύς, κατά τον δασολόγο Αναστάσιο Στεφάνου, είναι το κάθε θερμόβιο πεύκο της χώρας μας −γι’ αυτό, λόγω των πολλών πεύκων τους, Πιτυούσα καλούνταν παλαιότερα νησιά, όπως οι Σπέτσες ή η Χίος, καθώς και κάποιες ελληνικές περιοχές).
.Τις κουκουναριές που έζησα…
Με την κουκουναριά έχω ιδιαίτερη σχέση, μια σχέση που ανάγεται στα παιδικά μου χρόνια, και συνδυάζεται με την ανεμελιά και την πρόσχαρη ζωή. Έχω επιθυμία να διηγηθώ τη σχετική ιστορία, που αναφέρεται στον γενέθλιο τόπο, διότι αποτελεί το αγνό πρωτογενές γίγνεσθαι της πρωτουργής ζωής, που παρά τη μετέπειτα νόθευσή του παρέμεινε ζωντανό για την αλήθεια και τη σημασία του.
Είχα την τύχη να μεγαλώσω κοντά στο δημοτικό σχολειό του χωριού μου, που το πίσω οικόπεδό του –ένα μεγάλο οικόπεδο, ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο– είχε διαμορφωθεί σε γήπεδο ποδοσφαίρου κι εκεί ξοδεύαμε τον ελεύθερο χρόνο μας ως παιδιά –σήμερα δεν υφίσταται ο ελεύθερος αυτός χώρος, αφού «απαιτήθηκε» να διατεθεί για την ανέγερση συγκροτήματος σχολείου, για να καλυφθούν οι αυξημένες σχολικές ανάγκες της περιοχής. Πηδούσαμε το λοιπόν την ψηλή περιφραγμένη τσιμεντολίθινη μάντρα του οικοπέδου και παίζαμε για ώρες μπάλα στο γήπεδο ή αναλωνόμασταν σε άλλα ομαδικά παιχνίδια εκεί, διαπράττοντας μιαν τρόπον τινά «αθώα» παρανομία, αφού ο περιφραγμένος και κλειδωμένος χώρος ήταν απαγορευτικός για τις μη σχολικές ώρες –αυτή μας η πράξη αποτελούσε τη μυστική, συνωμοτική, σχεδόν καθημερινή συνάντησή μας, για την οποία δεν αισθανόμασταν καμιά ενοχή, αφού θεωρούσαμε το παιχνίδι μας εκεί ως συνυφασμένο με τη ζαβολιά κι όχι με παρανομία, κάτι δηλαδή που ήταν αρμοστό με τη φύση του παιχνιδιού. Εξάλλου, όλοι οι μεγάλοι γνώριζαν την «παρανομία μας», αλλά κανείς δε διανοούνταν να μας επιπλήξει γι’ αυτό ή ν’ απαγορεύσει την είσοδό μας στο χώρο, αφού το παιχνίδι αποτελούσε μια παιδική ανάγκη που γινόταν σεβαστή. Φορές μάλιστα οι ίδιοι οι μεγάλοι βοηθούσαν τους μικρότερους ή τους πιο δυσκίνητους από εμάς να σκαρφαλώσουμε στην μάντρα, ενώ διοργανώνονταν και ποδοσφαιρικοί αγώνες με τη συμμετοχή τους ως θεατές, υπό καθεστώς «παρανομίας»!
Το πάνω μέρος του σχολικού τούτου οικοπέδου, που ήταν ανώμαλο και δεν είχε διαμορφωθεί σε γήπεδο, αποτελούσε έναν τρόπον τινά χώρο πρασίνου, αφού σε αυτόν είχαν προπολεμικά φυτευτεί καλλωπιστικά δένδρα και θάμνοι, προερχόμενα από τον πάλαι ποτέ εμβληματικό σχολικό κήπο της Νέας Αγχιάλου Βόλου (διότι αυτός είναι ο γενέθλιος τόπος μου…), που συντηρούνταν εκεί κι ήταν από τους πρώτους σχολικούς κήπους που συγκροτήθηκαν στην Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο. Ο «κήπος» αυτός περιελάμβανε τρεις ευμεγέθεις κουκουναριές, από τα πρώτα φυτευθέντα δένδρα του χώρου, οι οποίες είχαν διά των ετών καταστεί τοπόσημα της περιοχής, λόγω και των 60 χρόνων ηλικίας που τις βάραιναν, αφού εμβλημάτιζαν το χώρο και τον αναδείκνυαν. Για μας τα παιδιά, τα δένδρα τούτα αποτελούσαν τους παραστάτες μας, το καταφύγιό μας, αφού εκεί προστρέχαμε με τον πολύ ήλιο που καθιστούσε αδύνατο το παιχνίδι μας, εκεί ξεκουραζόμασταν όταν αποκάναμε παίζοντας, εκεί προφυλασσόμασταν από την ξαφνική μπόρα. Τα δένδρα αυτά ανάχθηκαν σε σύμβολα για μας, σύμβολα καλαισθησίας, αρμονίας και ηρεμίας, αφού ασυνειδήτως μάς καλλιέργησαν μιαν βασική αίσθηση των γύρω και την απαίτηση της ποιότητας γι’ αυτά.
Τούτο σήμαινε ότι δεν ημπορούσαμε μετά τα θαυμαστά αυτά δένδρα, με τη ντελικάτη ομπρελοειδή παρουσία, να δεχτούμε την «ασχημία» της γύρω ζωής να μας περιβάλλει, καθώς νοιώθαμε ότι η σύγκριση ήταν αδύνατη· κι αν τολμούνταν, ήταν δεδομένη η κρίση για τα συγκρινόμενα! Οι παιδαγωγοί ονομάζουν «καλαισθητικό συναίσθημα» την καλλιέργεια της αισθητικής αντίληψης στο παιδί, και (κανονικά έπρεπε να)επικεντρώνονται στην τέτοια ποιοτική του συγκρότηση, που πραγματώνεται μέσω της φύσης και της τέχνης. Κι είναι σημαντικό να καλλιεργείσαι αισθητικά έχοντας εξευγενισμένα ήθη, καθότι η αισθητική καλλιέργεια συμβαδίζει με τη διαύγεια σκέψης, με το ζωηρό συναίσθημα, με την αξιοπρεπή και γενναιόφρονα συμπεριφορά. Ε, εμάς μας καλλιέργησε πρωτογενώς η φύση, και τούτο ήταν εν ευεργέτημα που πήραμε ενωρίς και χωρίς καθοδήγηση, ήταν η βάση μας για τη συνέχεια –χωρίς τούτο να σημαίνει ότι έτσι πληρωθήκαμε· μας έλειπαν πολλά του κάλλους καλά να πάρουμε από τη ζωή, αλλά ήταν βασικό ως θέμελο για να προχωρήσουμε, που κατευθυνθήκαμε από τη φύση.
Οι κουκουναριές κείνες αποτελούσαν την «τροφό μας», αφού έτσι εξαντλημένοι που ήμασταν από το παιχνίδι αναζητούσαμε στους κουκουναρόσπορους τροφή. Τότε στήνονταν μιαν ολόκληρη επιχείρηση αναζήτησης σπόρων, κι όλοι σαν τα σπουργίτια συλλέγαμε τους καταγής σκορπισμένους σπόρους, με τρόπο που αν μας έβλεπε κανείς από ψηλά θα νόμιζε πως γιγαντιαίες όρνιθες έχουν επιπέσει σε φυτώριο σπόρων και το αποτρυγούν. Εάν η επί της γης «σοδειά» ήταν ανεπαρκής, τότε προχωρούσαμε σε άλλην πιο επίπονη προσπάθεια: σκαρφάλωναν οι πιο ικανοί στα δένδρα κι έριχναν από πάνω κουκουνάρια, που έσκαγαν στο έδαφος και σκορπιόνταν στην ταρατσωμένη γη οι σπόροι. Κάποιοι άλλοι στόχευαν με πέτρες τα κουκουνάρια για να πέσουν στο έδαφος, αλλά τούτη η προσπάθεια ήταν τις περισσότερες φορές αποτυχημένη, αφού οι κώνοι ήταν γερά βαστηγμένοι στο κλαδί και δύσκολα ξεκολλούσαν. Μάζευε έτσι όσο περισσότερους σπόρους μπορούσε ο καθένας και στη συνέχεια άρχιζε το σπάσιμό τους, για να φαγωθούν. Το σπάσιμο με την πέτρα γινόταν προσεκτικά, για να μη διαλυθεί η πολύτιμη ψύχα, που ήταν ένα «γλύκισμα» κι έπρεπε, για να την απολαύσεις, ολάκερη να τη φας. Φυσικά, μ’ ένα τέτοιο «τρύγισμα» των δένδρων, δεν ήτο δυνατό να υπάρξουν πολλά «γεύματα» σε αυτά, αφού γρήγορα οι σπόροι εξαφανίζονταν! Έπαιρνε ώρα τούτη η προσπάθεια, μεγαλύτερη φορές και από αυτή του παιχνιδιού, κι έτσι αποξεχασμένοι αφηνόμασταν, τόσο που οι μάνες μάς έψαχναν, χωρίς όμως μεγάλη ανησυχία, διότι ήξεραν πού θα μας αναζητήσουν, και ότι θα μας βρουν εκεί, κάτω από τις κουκουναριές! Υπήρχε βέβαια και συνέχεια, αφού έχοντας γεμάτο το στομάχι με κουκουναρόσπορο, αρνούμασταν το φαγητό στο σπίτι, και τούτο έφερνε αναταραχή, με τη μάνα να ωρύεται!
Η βίωσή μου με το συγκεκριμένο δένδρο άγεται και από το γεγονός ότι μια, η πιο απομακρυσμένη από τις κουκουναριές, συντηρούσε στην κορυφή της «ομπρέλας της» φωλιά πελαργών. Τα πουλιά αυτά ήταν τα σύμβολα του τόπου, αφού συνδυάζονταν με την ευτυχία και την αναγέννηση, κι ήταν επιθυμητό να υπάρχουν στη γειτονιά. Είχαμε μάλιστα τόσο εξοικειωθεί μαζί τους, που κατέβαιναν και προχωρούσαν σιμά μας όσο εμείς «τρυγούσαμε» τις κουκουναριές· άλλες δε φορές, όταν ξαποσταίναμε από το παιχνίδι κάτω από τα δένδρα, μας πλησίαζαν και τριγύριζαν γύρω μας συνευρισκόμενα μαζί μας. Το σαματατζίδικο δε παιχνίδι μας στο γήπεδο διόλου δεν τα ενοχλούσε, θα λέγαμε μάλιστα ότι μάλλον αποτελούσε μιαν ευχάριστη ενόχληση γι’ αυτά! Λελέκια τα λέγαμε κι ήταν τα πιο οικεία σ’ εμάς πουλιά, περισσότερο και από τα συνηθισμένα μας, τις «απαίσιες» καρακάξες και τους ενοχλητικούς γλάρους, που ήταν «μισητά μας» διότι ενοχλούσαν τα μικρά των πελαργών ή τους έκλεβαν την τροφή που τους έφερναν οι γονείς τους. Πολλές φορές καθόμασταν κάτω από τις κουκουναριές και τα παρατηρούσαμε στην αντικρινή μόνη κουκουναριά, πώς κοινωνούσαν και συμπεριφέρονταν. Ήταν μια οικογένεια αγαπημένη, με τρυφερότητα κι αφοσίωση, στοιχεία που οι ανθρώποι δύσκολα πια κρατούν, αλλά τα πουλιά κείνα τα είχαν στο μέγιστο βαθμό, καθώς ήταν από τη φύση τους κοινωνικά. Το κροτάλισμα του ράμφους τους ήταν το διαρκές συνήθειο που περιμέναμε, και μάλιστα αναρωτιόμασταν εάν δεν το ακούγαμε. Δε μας τρόμαζαν τα φίδια, τα ποντίκια, τα μικρά θηλαστικά που κουβαλούσαν στις συνεχείς εξορμήσεις τους, για το τάισμα των μικρών τους, που κάποτε μάλιστα τους ξέφευγαν από τα ράμφη τους, κι εμείς φροντίζαμε να τα μεταφέρουμε σε μέρη εμφανή, για να τα ξαναπάρουν. Μια σχέση έτσι συνεργασίας και νοιάξης αναπτύχθηκε με τα πουλιά αυτά, που ξεπερνούσε την οικειότητα κι αποκτούσε τα χαρακτηριστικά της επαφής. Νοιώθαμε τον αποχαιρετισμό τους σαν έφευγαν, από την ανησυχία τους και τον τρόπο που μας κοιτούσαν, και το επανειδείν που μας υπόσχονταν. Ο ερχομός τους ήταν μια γιορτή που εκφράζονταν με έντονα πετάγματα γύρω από τη φωλιά, λες και χαιρετούσαν τον κόσμο τους που τον ξαναβρήκαν, στον οποίο περιλαμβανόμασταν κι εμείς.
Κι ήταν πολύ κρίμα, μια οδύνη, που τα δένδρα κείνα, τα σύμβολα του τόπου, κόπηκαν για να κατασκευαστούν στη θέση τους σχολεία! –ένα διαρκές τεχνητό και μοιραίο δίλημμα προβάλλεται με τέτοιες ενέργειες: Φύση ή δημόσιο συμφέρον; Περιβάλλον ή ανθρώπινη ανάγκη; Δένδρα ή σχολειά; Μεγαλωμένοι πια εμείς που τα δένδρα κείνα χαρήκαμε, τ’ αναζητούμε ως μνήμη, ως τα θέμελα μιας ζωής που χάθηκε για νάρθει μια αλλότρια και ξένη με την ύπαρξη. Οι νέες γενιές δε θα ζήσουν και δε θα νοιώσουν το βάθος της αίσθησής μας, την ανείδωτη και μη εκτιμημένη προσφορά των δένδρων μας. Οι πελαργοί τότες, που τα δένδρα κόπηκαν, χαμένοι τριγύριζαν στον τόπο της απώλειας, με κύκλους απόγνωσης κι όχι χαιρετισμού, γυρεύοντας το καταφύγιό τους που εχάθη. Το ίδιο νοιώθαμε κι εμείς, καθώς χάσαμε το καταφύγιο της ζωής μας, τον ιδεατό μας θώκο· από τα λίγα πολύτιμα –ιδεατά, γιατί όχι!..– πράγματα που μας επέμειναν για ν΄ ανασαίνουμε και να ελπίζουμε. Οι πελαργοί, που πάντα φέρναν την (ανα)γέννηση, το χαιρετισμό, τη νια και πλια ζωή, έφυγαν δεν ξανάρθαν, δε θέλησαν τον τόπο τον κολοβωμένο, γιατί χαθήκαν τα δένδρα της ζωής τους, γιατί τους «πρόδωσε» ο άνθρωπος…
.
Μία «κυρία» της φύσης!
Την κουκουναριά την ξεχωρίζω, ελκυόμενος και από την αναγωγή στον υπέροχο μύθο της, τη βλέπω ιδιαίτερα· κι είναι ίσως αυτή η μόνη εξαίρεση που κάμνω στην αισθητική μου, με τη συμπάθεια ενός κυριαρχούντος στη ματιά φυτικού είδους, αφού κοντύτερα του μικρού και ταπεινού στοιχείου της ζωής είμαι, παρά του ευφάνταστου ή ξεχωριστού. Εξάλλου, η αισθητική θεώρηση της φύσης έχει μεν κοινή βάση σε σχέση με την περιβαλλοντική και με τις απορρέουσες αξίες της, αλλά έχει διαφορετικό πεδίο θεώρησης· συνδυάζεται όμως με αυτήν για το ποιοτικό φυσικό όλον, αφού το νοείν και το νοιώθειν, οδηγεί στο πράττειν και τέρπειν. Ξεχωρίζοντας συνεπώς ένα στοιχείο από το φυσικό σύνολο, δε σημαίνει ότι το αποκόπτεις από το όλον, ότι αυτό δεν το αξιολογείς και δεν το προσλαμβάνεις στην ολότητα οπού ενυπάρχει. Απλά, ως συμβαίνει, τα κριτήρια της αισθητικής θεώρησής σου κινούν τις αισθήσεις και σε κάμνουν θεωρό του στοιχείου και του γύρω του, ενώ της περιβαλλοντικής κινούν τη λογική και τον εμπειρισμό σου, το νου και την καρδιά, και σε κάμνουν θεωρό σχέσεων, λειτουργιών και καταστάσεων. Εστιάζεις το λοιπόν στο ιδιαίτερο της φύσης κατά την αισθητική σου θεώρηση, που μέρος της φυσικής ολότητας είναι, σύμφωνα με την περιβαλλοντική σου θεώρηση.
Τούτη η κατάσταση δε συνιστά διάκριση, αφού στο σύνολο θεωρείς τα στοιχεία του και δεν τα ξεχωρίζεις για το ρόλο ή την προσφορά τους στο φυσικό σύστημα –μπορεί άλλος αντίστοιχα, κατά το προσωπικό κριτήριο, να ξεχωρίσει τη δρυ, την ελιά ή την αστοιβίδα, ως ιδιαίτερα της θεώρησής του στοιχεία, αναλόγως του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται, χωρίς, και σε αυτή όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, να τ’ απομονώνει από το σύνολο. Μπορώ μολαταύτα να πω ότι ένα είδος ενοχής με διακατέχει με τούτη την ιδιαιτεροποίηση, γιατί πρώτα την κουκουναριά κοιτώ και από αυτήν ελκύομαι στο είδωμα της φύσης, κι ύστερα στα γύρω της −όμως, ας σκεφτούμε, αυτός δεν είναι ο ρόλος των «γύρω»;… Γι’ αυτό κι αμέσως στα γύρω της στρέφομαι με σπουδή, για ν’ αποσβήσω λες την «προδοσία μου» και να εκφράσω ασθμαίνως τη συμπάθειά μου προς τούτα, που πρώτα ή με το ίδιο βλέμμα δεν τα είδα! –θέλει τελικά δύναμη το είδωμα της φύσης, ηθική και παίδευση, για να ημπορείς να θεωρείς ενώ θωρείς, στοχασμένα να βλέπεις και με πληρότη· σεμνά, ταπεινά και ισορροπημένα να στέκεις εμπρός στο φυσικό δημιούργημα (κι εντός του)…
Η κουκουναριά δεν είναι φυτικό είδος κοινό στη χώρα μας. Δε θα τη δεις να εξαπλώνεται σ’ εκτάσεις της και να καλύπτει ευρείες περιοχές της. Λιγοστή η παρουσία της, σε μέρη της χώρας, μεμονωμένη ή σημειακή, με μικρή φυσική παρουσία ή με φυτεμένα δένδρα για καλλωπισμό. Θα λέγαμε ότι η παρουσία της σε τόπους συνιστά μιαν έκπληξη, είν’ ένα φυσικό απρόοπτο που το απολαμβάνεις ως το ευ του μοναδικού κι ανεκτίμητου. Δεν ημπορεί το βλέμμα να μην προκληθεί και το συναίσθημα να μην εκφραστεί με επιφώνημα θαυμασμού, μπρος στο δένδρο τούτο, λες και ο δημιουργός κάπως περισσότερο το πρόσεξε και του έδωσε χαρίσματα! Με κόμη σφαιρική αρχικά και μετά ομπρελοειδή, που ασυνήθιστη είναι, «ξενική» θα την έλεγες σε σχέση με την εμφάνιση των λοιπών ελληνικών φυτικών ειδών, και με κορμό βαθύρωγμο, χονδρό, πολύ σκληρό που πορτοκαλίζει, και τούτο τον κάμει ιδιαίτερο. Φτάνει σε ύψος έως και τα 35 μέτρα, συνιστώντας μια κυριαρχική αλλά ευγενική παρουσία στο χώρο. Ξεχωρίζεται γιατί είναι επιθυμητή για το ολίγο που μας δίνει και για το πολύ της που προσλαμβάνεται. Είναι μια «κυρία» της φύσης, μια θηλυκιά ντελικάτη παρουσία, που κοσμεί, που καλλωπίζει και θάλλει τον τόπο με τη χάρη και τη φινέτσα της. Αέρινη τη νοιώθεις, παρά ατίθαση. Ευαίσθητη κι όχι τραχιά. Μοιάζει για όλα τούτα με είδος «εξωτικό»!
Δίπλα στο κοινό πεύκο των χαμηλών υψομέτρων, τη χαλέπιο ή την τραχεία πεύκη, η κουκουναριά στέκεται επιτηδευμένη, ολόρθη κι αγέρωχη. Μπορεί να στρεσάρεται, να υποφέρει, αλλά δε μορφοποιείται, δε στρίβεται, δεν κυρτώνεται, δε δείχνει ιώβεια, όπως τ’ άλλα πεύκα. Κι αποτελεί αυτό ίδιόν της, ένα πολύτιμο χαρακτηριστικό της. Δαψιλή, απλωτή θα τη δεις, όχι σκυφτή, όχι στερημένη. Αντεπεξέρχεται στα άχθη της με αψηλοσύνη, γιατί τόχει στη φύση της να πνοεί κι όχι να βογκά και να εκπνέει, κι αιθέρια να στέκεται. Γι’ αυτό και δεν αποικίζει εδάφη, παρά φυτρώνεται ολόδοτη σε τόπους που αρμόζουν στη φύση της. Αποχωρεί, δεν υποχωρεί, όταν το περιβάλλον της θιχτεί, αρνούμενη τον τόπο τον κυριαρχούμενο ή κατακτημένο. Ο ανταγωνισμός της κρατιέται δυνατός όσο δεν παραβιάζονται οι κανόνες της, όσο οι συνθήκες επιτρέπουν ν’ ασκήσει τις δυνατότητές της και ν’ αντιταχθεί στο ασύμβατο που την αντιπαλεύει. Κραταιώνεται μολαταύτα και πλουταίνει τον τόπο όπου θα στεριωθεί, τον τόπο όπου άλλα «σκληρά» φυτικά είδη τον αποφεύγουν, όπως τ’ αμμώδη εδάφη, κατά το μέτρο και τις δυνατότητές της, παρέχοντας το μέγιστο που ημπορεί σύμφωνα με τη φύση της. Το δένδρο αυτό δημιουργεί οικοσυστήματα μεγάλης οικολογικής αξίας, μα και τοπία όπου το κάλλος περισσεύει.
.
Όμορφα στέργει, πλούσια πνοεί…
Είναι είδος της μεσογειακής λεκάνης, φωτόφιλο, με μεγάλη εξάρτηση από τη διαθεσιμότητα ηλιακού φωτός, σε βαθμό μεγαλύτερο από τα υπόλοιπα είδη ελληνικών πεύκων. Δεν το ενδιαφέρει η φύση του εδάφους όπου θα μεγαλώσει και το μητρικό του πέτρωμα −θέλει μολαταύτα καλά στραγγιζόμενα, αμμοαργιλώδη ή αργιλοαμμώδη εδάφη, αποφεύγοντας τα πολύ συμπαγή αργιλώδη. Εμφανίζει αντοχή στους νοτιάδες, ενώ στις ρίζες της διαθέτει μηχανισμούς τέτοιους, που ρυθμίζουν την απορρόφηση των αλάτων. Γι’ αυτό και συναντάται σε παραλίες και συμμετέχει σε παραθαλάσσια υγροτοπικά οικοσυστήματα. Δεν είναι ιδιαίτερα ανθεκτική στις μεγάλες θερμοκρασιακές μεταβολές, ούτε στις έντονες περιβαλλοντικές πιέσεις, γι’ αυτό κι απαντάται σε μέρη με ήπιες θερμοκρασίες και χωρίς ιδιαίτερη περιβαλλοντική φόρτιση −δεν είναι ανθεκτική σε οξείες περιβαλλοντικές πιέσεις. Αναπτύσσεται αργά κατά τα πρώτα πέντε έτη της ζωής της, μετά όμως η ανάπτυξή της είναι κανονική. Αναγεννάται δύσκολα (θέλει ειδικές συνθήκες φωτισμού κι υγρασίας, για ν’ αναγεννηθεί), κι αυτό είναι πρόβλημα μετά από πυρκαγιά κι όταν τα εδάφη είναι υποβαθμισμένα από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Σε μεγάλη ηλικία αντέχει στις έρπουσες πυρκαγιές, λόγω του χονδρού φλοιού της. Εμφανίζει ανθεκτικότητα στις προσβολές από πιτυοκάμπια, γεγονός που της δίνει πλεονέκτημα σε σχέση με τα δύο άλλα θερμόβια πεύκα της Ελλάδας (τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη).
Για την καταγωγή της κουκουναριάς, έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Όλες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο είδος εισήχθηκε στην Ελλάδα (κυρίως για τη χρήση των σπερμάτων του) κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους ή κατά τη Βενετοκρατία. Ως πιθανός τόπος καταγωγής της θεωρείται η Ιβηρική χερσόνησος, και κύρια απαντάται στη Δυτική Μεσόγειο. Ο Κωνσταντινίδης (Κωνσταντινίδης, 1995) θεωρεί ότι η κουκουναριά εισήχθηκε στην Ελλάδα πολύ πριν από τους κλασικούς χρόνους. Εμφάνισε πολύ καλή προσαρμογή στη χώρα μας, ως είδος μεσογειακό και περιβαλλοντικά αρμοστό στις ελληνικές συνθήκες, και πλέον συμπεριφέρεται ως αυτόχθονο. Η καλλιέργεια παλαιότερα της κουκουναριάς (για τη ζαχαροπλαστική, την αρτοποιία κ.ά.), ήταν διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές χώρες, λιγότερο δε στην Ελλάδα. Μολαταύτα, περιορισμένη καλλιέργειά της υπήρξε και στη χώρα μας −όπως, π.χ., συνέβη στο κτήμα του Συγγρού στο Σχινιά του Μαραθώνα, που καλλιεργήθηκε με κουκουναριές για την παραγωγή κουκουναρόψιχας, αποτελώντας σήμερα το οικολογικά σημαντικό οικοσύστημα του Σχινιά. Μια καλώς ανεπτυγμένη συστάδα κουκουναριάς, μπορεί να δώσει μέχρι και 7 τόνους κώνους το εκτάριο, εξάγοντας 100 έως 170 κιλά καθαρής ψίχας. Η κουκουναριά επίσης χρησιμοποιείτο παλαιότερα και στη ναυπηγική, κι ήταν περιζήτητη λόγω του σκληρού και ανθεκτικού ξύλου της στην κατασκευή των κεντρικών μερών των καραβιών.
Η κουκουναριά θεωρείται στην Ευρώπη ως σπάνιο κι απειλούμενο είδος. Γι’ αυτό και σχεδόν όλα τα οικοσυστήματα που διαμορφώνει σε ευρωπαϊκό επίπεδο, υπάγονται σε ειδικό προστατευτικό καθεστώς. Σύμφωνα με την οδηγία 92/43/ΕΟΚ, θεωρείται ως είδος προτεραιότητας για προστασία, καθώς οι φυτοκοινωνίες που σχηματίζει είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής βιοποικιλότητας. Σε ειδικό αυστηρό καθεστώς προστασίας υπάγονται και οι τρεις περιοχές της χώρας μας οπού η κουκουναριά συγκροτεί οικοσυστήματα: «Στροφυλιά» Αχαΐας-Ηλείας, «Κουκουναριές» Σκιάθου, «Σχινιάς» Μαραθώνα. Η παρουσία της στον ελληνικό χώρο είναι μικρή κι εντάσσεται στα σπάνια φυτικά είδη. Παρόλο όμως τη σπανιότητά της απειλείται, κατά βάσιν από τον άνθρωπο, από τον κατακτητικό κι αστόχαστο Έλληνα, καθώς τα ενδιαιτήματά της συμπίπτουν με εκείνα των παραθεριστικών κατοικιών κοντά στο κύμα, είτε γιατί διεκδικούνται τα εδάφη της για επιχειρηματική ή άλλη δραστηριότητα. Επειδή τα εδάφη της «ελκύουν» τον άνθρωπο, η φθορά των οικοσυστημάτων της είναι διαρκής και, δυστυχώς, σε κάποιες περιπτώσεις μη αναστρέψιμη (αρνητικές επιπτώσεις από τη συμπίεση εδάφους, από τις πυρκαγιές, από τις εκχερσώσεις, από τις παράνομες υλοτομίες κ.ά.) Απαντάται συγκροτημένη σε προσδιοριζόμενα ως φυσικά συστήματα κουκουναριάς, σε τρία (μόλις) μέρη της ελληνικής επικρατείας: στη «Στροφυλιά», στα σύνορα των νομών Αχαΐας και Ηλείας, στις «Κουκουναριές» στη Σκιάθο και στον «Σχινιά» στην παραλιακή περιοχή του Μαραθώνα.
(απόσπασμα από το περιβαλλοντικό δοκίμιο «ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΜΕ ΤΑ ΠΛΗΓΩΝΟΥΜΕ!..»)
ΠΗΓΗ : ΔΑΣΑΡΧΕΙΟ