Site icon Επιστροφή στη φύση

Μουσικό χωριό: Να πως θα έπρεπε να είναι τα χωριά!

 
Του Παναγιώτη Λογγινίδη 
Μουσική. Συστατικό στοιχείο που ενώνει τον τόπο με τους ανθρώπους, τους ανθρώπους με τη φύση, τη φύση με το ανυπέρβλητο. Λέξη πλαστική, συνεχώς κινούμενη που αλλάζει μορφή κατά τον τρόπο που φυσάει ο αέρας. Συνήθως βγαίνει από μια κοιλότητα και μπαίνει σε άλλη, στα αυτιά μας. Σπάει τα εμπόδια κάθε είδους, συνήθως τα συναισθηματικά. Αλλοιώνει την κακή όψη των πραγμάτων, κυρίως των ανθρώπων. Εκπολιτίζει. Παράγει κουλτούρα αλλά και κέφι. Και μάλιστα εύκολα. Από τότε που ο πρώτος άνθρωπος χτύπησε με το χέρι του ένα κούφιο ξύλο, αυτή γράφτηκε στο DNA μας και τη μεταφέρουμε χωρίς να θέλουμε στην ψυχή μας. Είναι το σωσίβιο στο καθημερινό μίζερο βύθισμα μας, η ελπίδα ότι πάντα κάτι δημιουργεί ο επιμένων άνθρωπος, η αιτία να βρεθούμε πολλοί επιμένοντες μαζί.
Χωριό. Μονάδα αυτόνομη και αυστηρή. Καμιά φορά κλειστή. Απροσπέλαστη για αυτόν που ξέχασε ότι από εδώ ξεκίνησαν όλα. Ανοιχτή σε όποιον καταφέρνει να καταλάβει αυτό που λέει ο Ελύτης: «Είναι μα την αλήθεια περίεργο αυτό που συμβαίνει με τον άνθρωπο. Του είναι δύσκολο, του είναι αδύνατον να πιστέψει ότι αυτά που φαντάζεται είναι ίδια με αυτά που βλέπειⁱ». Και στο μουσικό χωριό, όλα αυτά που έχεις φανταστεί στη ζωή σου και σου φαίνονται όνειρο, τα έχεις μπροστά στα μάτια σου. Και στο μυαλό σου. Και στα χέρια σου.
Άνθρωποι φορείς μουσικής, ανταλλάζουν εναέρια μουσικές πληροφορίες, χωρίς να λογαριάζουν κάποιο κόστος. Προσφέρουν σε όλους ότι έχουν φυλάξει μέσα τους όλη τη χρονιά και αρκεί ο ήχος από ένα φύλλο του πλάτανου στην πλατεία να τους εκπυρσοκροτήσει. Χέρια που μιλάνε ξαφνικά όλες τις γλώσσες του κόσμου. Όταν δεν το κάνουν, τότε πιάνονται αλληλοσυμπληρούμενα και σέρνουν κυκλικό χορό, εκστασιασμένα από τον ιδρώτα του διπλανού τους χεριού. Ευτυχία ατελείωτη. Ναι όλοι είναι ευτυχισμένοι και το διαλαλούν με κάθε τρόπο, που ποτέ τους δεν είχαν φανταστεί. Αντί για φωτογραφικές μηχανές, ανοιγοκλείνουν περιοδικά τα στόματά τους και το χαμόγελο παίρνει τη θέση του φλας. Η φωτογραφία είναι νεκρή. Ή τουλάχιστον αποτυπώνει νεκρούς. Shooting λένε οι Αμερικάνοι για να βγάλουν φωτογραφίες. Το χαμόγελο είναι ζωντανό γιατί παραμένει εντυπωμένο στον ψυχισμό των χορευτών. Το σώμα συμμετέχει και αυτό με κάθε τρόπο. Οι κινήσεις του γεμίζουν τα μάτια μας. Τα μάτια μας δεν το απασχολούν καθόλου. Τώρα το κυρίαρχο είναι αυτό και ο ήχος από πέντε γκάιντες που το παρασέρνουν σε μια στιγμή που θυμόταν ότι την είχε ζήσει πριν δύο χιλιάδες και πλέον χρόνια, κάπου σε ένα δάσος, όταν ο Ορφέας ακούμπησε τη χορδή από τη λύρα του για πρώτη φορά. Να λοιπόν που η μνήμη είναι εκεί για να θυμάται.
Στο μουσικό χωριό πηγαινοέρχονται συνεχώς εκτός από τους ανθρώπους και οι νότες. Η μουσική πλημμυρίζει την πλατεία και όποιον αποφασίζει να μπει στο σέικερ που χτυπάει τον τόπο ασταμάτητα για δύο εβδομάδες. Και είναι τόσο δυνατό το ταρακούνημα που ακόμα κι όταν πήγα να φάω μία τυρόπιτα από το φούρνο, στην πρώτη δαγκωματιά αντί για τυρί βγήκαν νότες. Σε καμιά γωνιά του χωριού δε μπορείς να γλιτώσεις από αυτές, σκέφτηκα. Και πήγα να κοιμηθώ ακούγοντας από μακριά φλάουτα να παίζουν στις 6 το πρωί. Πως θα ταν άραγε η ζωή του ανθρώπου αν όλη την ημέρα ακούγαμε μουσική; Εάν δεν υπήρχε το κενό του ήχου ή καλύτερα στιγμές παύσης σε αυτό που ακούμε; Θα μασταν τουλάχιστον πιο ευγενικοί και θα λέγαμε καλημέρα σε όποιον συναντούσαμε στο δρόμο; Το μουσικό χωριό δίνει την απάντηση. Η μουσική δεν ενώνει ταυτοποιεί. Νοιώθεις ότι αυτός που κάθεται δίπλα σου και ακούει το βιολί του Γκουβένταⁱⁱ είναι συμπληρωματικός σου και όταν αποφασίζεις να πας τουαλέτα του λες: φεύγω για λίγο, κάτσε λίγο να ακούσεις για μένα ώσπου να ρθω! Νοιώθεις ότι ο άνθρωπος έχει πλαστεί για να ζει σε μουσικά χωριά. Για να συνομιλεί ρυθμικά και αρμονικά. Για να χορεύει κάθε μέρα. Για να τραγουδάει όπως μπορεί. Και με τις λέξεις και με το βλέμμα. Για να δουλεύει με το διπλανό του και να ερωτεύεται το διπλανό του. Να ας πούμε ότι η παρέα του Βούλγαρηⁱⁱⁱ με τα έγχορδα (βιολιά, λαούτα, μπουζούκια, τζουράδες) ερωτεύτηκε το εκκλησάκι που τους χάρισε το σώμα του για να παίζουν μουσική κάθε μέρα και αυτό δεν αντιστάθηκε στις «έξι εντολές» που του τραγουδούσανε οι έποικοι για να το πείσουν ότι αυτή η έλξη είναι αμοιβαία.
Νοιώθω ότι το μουσικό χωριό είναι το χωριό μου. Η ακόμα καλύτερα η οικογένειά μου, που την εγκαταλείπω κάθε χρόνο τέτοια εποχή για να την ξαναδώ με ανυπομονησία την επομένη. Και αυτός ο αποχωρισμός είναι βαρύς σαν την απώλεια και γεμάτος προσμονή σαν τον έρωτα. Γιατί το μουσικό χωριό έχει περιοδικότητα σαν τη φύση και πεθαίνει για να ξαναγεννηθεί. Εις το επανιδείν λοιπόν αγαπητά μου αδέλφια.
 
 
Follow us
Exit mobile version