Τον Σωτήρη Λυμπερόπουλο μου τον σύστησε ένας φίλος μου μέσω Ίντερνετ πριν από κάμποσο καιρό. Μου έστειλε μια πολύ ατμοσφαιρική φωτογραφία του, στην οποία διασχίζει μια γέφυρα μέσα στο δάσος ψάχνοντας για άγρια χόρτα, γράφοντας για λεζάντα: «Δεν παίζεται αυτός ο τύπος, ρε μαλάκα!» (το τελευταίο, φιλικά).
Και πραγματικά, αυτός ο τύπος δεν παίζεται. Και δεν είναι μόνο ότι τα παράτησε όλα και πήρε τα βουνά για να ζήσει όπως ονειρευόταν, ούτε ότι είχε την τύχη με το μέρος του και κατάφερε να βιοποριστεί από μία ασχολία που, ως παιδί της πόλης, ούτε θα σου πέρναγε απ’ το μυαλό ότι μπορεί να είναι και επικερδής: το μάζεμα άγριων χόρτων και λουλουδιών, που έγιναν περιζήτητα σε ακριβά εστιατόρια (η τύχη, ως γνωστόν, βοηθάει τους τολμηρούς). Το ότι είναι, μάλιστα, πολυμήχανος και πολύ ωραίος τύπος, όπως και το ότι κυκλοφορεί με νταλίκες που πηγαινοέρχονται στη Μεσσηνία, όπου ζει μόνιμα τα τελευταία χρόνια, τον κάνουν ακόμα πιο cool.
Την ώρα που πίνουμε ένα πράσινο τσάι με μέλι και δυόσμο –το οποίο εξωτερικά μοιάζει με μοχίτο– μου μιλάει για την (απίθανη) μάγισσα Αφροξυλάνθη και τα παιδικά τραγούδια που ακούει τελευταία, την τρίμηνη κόρη του και για την ιδιότητα με την οποία συστήνεται και είναι αρκετά πρωτότυπη για τα ελληνικά δεδομένα. «Βασικά, συστήνομαι ως “ερευνητής τροφής”» λέει. «Τι θα πει αυτό; Ότι ψάχνω και βρίσκω υλικά ή φτιάχνω ένα φαγητό ανάλογα με τις απαιτήσεις του πελάτη μου. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα της δουλειάς μου και το μεγαλύτερό της κομμάτι είναι η άγρια τροφή.
Ο Σωτήρης δεν ζούσε από πάντα στις Ράχες. «Γεννήθηκα στην Αθήνα, είμαι οικονομολόγος. Τελείωσα το Πανεπιστήμιο Πειραιά, μετά έκανα master σε logistics and management και δούλεψα για λίγο καιρό σε μια πολυεθνική, όπου έκανα econometrics» λέει. «Απλώς είδα ότι η ζωή στην Αγγλία δεν μου άρεσε καθόλου, δεν μου άρεσε το “χρηματοκεντρικό” της. Γυρνώντας μετά στην Ελλάδα ασχολήθηκα με κάποιες άλλες δουλειές. Εργάστηκα σε ένα περιοδικό με μοτοσικλέτες και στην επιχείρηση του πατέρα μου, που έχει βιοτεχνία νυχτικών – είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών, έχουν μείνει μόνο τρεις στην Ελλάδα που φτιάχνουν ακόμα.
Είπα σε κάποια φάση “κάτι δεν πάει καλά με αυτήν τη ζωή, πρέπει να σηκωθώ να φύγω”. Πήρα τα windsurfing μου, τα φόρτωσα στο αμάξι κι έφυγα, πολύ απλά». «Με το χωριό, τι σχέση είχες;». «Είναι ο πατέρας μου από εκεί και ήταν η πιο εύκολη λύση για να βγάλω έναν χειμώνα. Αυτό σκεφτόμουν στην αρχή». «Και τι θα έκανες εκεί; Τι προοπτικές μπορεί να έχει ένας νέος άνθρωπος σε ένα χωριό;». «Όταν έφυγα από την Αθήνα, δεν σκέφτηκα τι δουλειά θα έκανα. Το ερώτημα στη ζωή σου δεν είναι τι δουλειά θα κάνεις αλλά τι ζωή θες να ζήσεις. Ήθελα να ζήσω με τον τρόπο που ήθελα εγώ.
Το επαγγελματικό ήταν το τελευταίο που σκέφτηκα. Είχα μόνο 40 ευρώ μαζί μου, γι’ αυτό και όταν πήγα εκεί έκανα ένα προσωπικό πρότζεκτ κι έζησα τρεις μήνες χωρίς λεφτά. Σταμάτησα να έχω κινητό, δεν είχα Ίντερνετ, σταμάτησα να χρησιμοποιώ το αυτοκίνητό μου -μετακινούμουν με ποδήλατο ή με τα πόδια- μάζευα την τροφή μου, είχα αγοράσει σιτάρι κι έφτιαχνα ψωμί, κι έτσι πέρασα τρεις μήνες τσαμπέ. Άρχισα να μαθαίνω διάφορα για τα χόρτα και αποφάσισα αυτό να το κάνω δουλειά. Άρχισα να διαδίδω την ιδέα μου κι έφαγα κάποιες πανοραμικές μούντζες, γιατί το πρότζεκτ στην αρχή τούς φαινόταν πολύ ακριβό. Έτσι, χτύπησα την πόρτα του εστιατορίου MILOS, όπου οι άνθρωποι έχουν μια τελείως διαφορετική λογική, είναι one of a kind, και μου είπαν “εντάξει, φίλε, δουλεύεις για μας”.
Ξεκίνησα να μαζεύω χόρτα μόνο γι’ αυτούς, για πάρα πολύ καιρό. Κάνανε funding όλη τη φάση, ξοδεύοντας πάρα πολλά, με εκπαίδευσαν σε όλα τα ζητήματα και με λίγα λόγια με ανέλαβαν. Μετά, συνεργάστηκαν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι και αυτό το έκανα δουλειά». Έτσι, ο Σωτήρης άρχισε να καλλιεργεί και τα δικά του λαχανικά. «Τα πάντα. Ό,τι είναι της εποχής» λέει. «Τώρα το καλοκαίρι θα βάλουμε ντομάτες, κολοκύθια, μελιτζάνες. Τον χειμώνα μαρούλια, μπρόκολα, κουνουπίδια». «Στο χωριό πώς είναι η ζωή;» ρωτάω. «Η ζωή είναι πάρα πολύ ωραία. Στην αρχή ήμουν πολύ μόνος, έπαιξε μοναξιά. Τώρα είμαι παντρεμένος, έχω και ένα παιδάκι…».
Όλα αυτά τα απίστευτα και εντυπωσιακά που διηγείται γίνονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα όσο περνάει η ώρα, γιατί, εκτός από την επιτυχία της Ελλάδας, σύντομα ήρθε και η στιγμή του εξωτερικού. «Έφαγα μια φρίκη σε μια φάση» συνεχίζει «και είπα “φίλε, λες αυτό το φανταστικό πράγμα που έχεις σκεφτεί να μη δουλεύει; Θα πάω να δω πώς σκέφτονται έξω”. Πήρα το αεροπλάνο, πήγα στη Γαλλία, είδα πολλούς σεφ – γενικά, εκείνο τον καιρό είδα τους καλύτερους στο αντικείμενό τους». «Πώς έκλεινες τα ραντεβού μαζί τους;». «Τηλεφωνικώς.
Οι Γάλλοι ήταν πιο ανοιχτοί από τους Έλληνες στο να ακούσουν κάτι. Είμαι και λίγο τρελός και για να κλείνω τα ραντεβού έλεγα και τα δικά μου. Ήθελα να δω τον σεφ Eric Briffard και με ρωτάνε “έχετε ραντεβού;”, “φυσικά και έχω ραντεβού”. Εμφανίζεται ο σεφ, “ποιος είσαι, ούτε που σε ξέρω” μου λέει και του απαντώ “δεν πειράζει, θα με μάθετε”. Είδα πώς δουλεύουν άλλες κουζίνες, είδα μια άλλη, ανθρώπινη φιλοσοφία. Ήταν μια εμπειρία αυτό και μετά το χρησιμοποίησα στη δουλειά μου».
Οι ιστορίες με τον τσαμπουκά με τον οποίο επιβλήθηκε στα εστιατόρια της Γαλλίας δίνουν τη θέση τους στη φιλοσοφία της φυσικής ζωής και στην επίτευξη της ευτυχίας: «Πιστεύω ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε να ζήσει αρμονικότερα με τον εαυτό του και με τη φύση. Όταν ζεις σε ένα περιβάλλον που είναι γεμάτο τσιμέντο, στρες και ανθρώπους που όλη μέρα ασχολούνται με λεφτά, παπούτσια, ρούχα και κατανάλωση, δεν είναι πολύ εύκολο να βρεις την ευτυχία. Και πώς να τη βρεις σε ένα περιβάλλον που είναι από μόνο του παρά φύσιν; Δεν είναι φυσιολογικό οι άνθρωποι να ζουν σε μια τσιμεντένια πόλη. Δεν είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος γι’ αυτό.
Σε μια πόλη όπου δεν μπορεί να κατουρήσει πουθενά. Οι συνθήκες που υπάρχουν εδώ δεν ευνοούν την επίτευξη της ευτυχίας. Μπορεί να είναι κάποιος ευτυχισμένος στην πόλη, απλώς οι συνθήκες είναι πολύ πιο δύσκολες. Δηλαδή, έχω μια μανούρα, τραβάω ένα μπάνιο και χαλαρώνω. Και αυτό είναι από το σπίτι μου δύο λεπτά. Το πρωί ξυπνάω και βλέπω βουνά, λίμνες. Ο άλλος τι βλέπει; Την Κηφισίας. Είναι ένα πρόβλημα αυτό». «Υπάρχουν όμως και κάποιοι που βλέπουν πολυκατοικίες και είναι ευτυχισμένοι». «Φυσικά, εννοείται.
Εγώ δεν πιστεύω ότι αυτό που έχω κάνει στη ζωή μου είναι και η συμπαντική αλήθεια, ούτε ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να αφήσουν την πόλη» λέει σοβαρά. Μετά, μιλάμε για τα λουλούδια που τρώγονται και τα βρώσιμα φυτά της Αττικής. Βγαίνεις με μαχαίρι και καλάθι και τύφλα να ‘χει η λαϊκή. «Υπάρχουν πολλά λουλούδια που μαζεύω. Ξινήθρες, άνθη από κουτσουπιές, άνθη από αγγουρίτσες, ό,τι άνθος βγαίνει και τρώγεται. Τα βάζουμε σε πολλές σαλάτες. Στο MILOS υπήρχε μια φοβερή σαλάτα από άνθη. Και παντού, όπου υπάρχει χώμα, μπορείς να μαζέψεις φυτά που τρώγονται. Πας στον Λυκαβηττό και βρίσκεις ρόκα. Στα Μεσόγεια θα βρεις ραδίκια. Αν περπατήσεις στην Αθήνα και δεις παρτέρια, μπορεί να βρεις πετρομάρουλα».
Ο Σωτήρης μπορεί να τα κατέφερε, αλλά ο δρόμος για την επιτυχία δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Και αν ήταν, τα έχει φάει. «Το πιο μεγάλο εμπόδιο που αντιμετωπίζει ένας νέος όταν ανοίγει μια επιχείρηση είναι η κρατική μηχανή» λέει εκνευρισμένος. «Δεν υπάρχει καμιά άλλη δυσκολία. Ο μόνος που σε εμποδίζει είναι το κράτος. Έρχεται και σου λέει “φίλε, πρέπει να πληρώνεις στο ΤΕΒΕ 3.000 ευρώ τον χρόνο”, με το καλημέρα. Αγόρασα ένα αυτοκίνητο και για να βγάλω τις πινακίδες του μου βγήκε η ψυχή. Πήγαινα για μέρες από το υπουργείο Συγκοινωνιών στην Εφορία. Υπάρχει μια απίστευτη γραφειοκρατία για έναν νέο άνθρωπο που θέλει να κάνει κάτι, ένα χάος που δεν μπορείς να το διαχειριστείς εύκολα. Τα πράγματα θα έπρεπε να είναι λίγο πιο απλοποιημένα. Σε άλλες χώρες είναι πιο απλά τα πράγματα. Δεν μπορεί συνεχώς να σου ζητούν χαρτιά για τα πάντα και παντού.
Πρέπει οι υπηρεσίες να επικοινωνούν μεταξύ τους και να συνεννοούνται. Πλέον, και 1.000 ευρώ να παίρνεις, μπορεί τα 500 να πάνε στην Εφορία. Αν δεν έχεις την κεφαλαιακή επάρκεια, τότε υπάρχει πρόβλημα». «Αυτό που έκανες είχε προσωπικό κόστος;». «Όταν έφυγα, έπρεπε να χωρίσω με την κοπέλα μου. Το έφερε η μοίρα. Της είπα “θα ‘θελες αυτό να το κάνουμε μαζί;”. Μου απάντησε όχι. Γιατί όσο και να αγαπάς έναν άνθρωπο, αν δεν κάνεις κι εσύ αυτό που θέλεις στη ζωή σου εξαιτίας του, θα τον βλαστημάς σε όλη σου τη ζωή. Οπότε, είναι μαλακία να κάτσεις και να μην κάνεις αυτό που θέλεις μέσα σου». «Και τώρα; Αρέσει στη γυναίκα σου η ζωή εκεί;». «Εννοείται ότι της αρέσει. Το γουστάρει τρελά. Είναι τρελή τύπισσα, πιο τρελή από μένα. Η γυναίκα μου με γνώρισε και μέσα σε 15 μέρες έκλεισε το δικηγορικό της γραφείο, το οποίο είχε φτιάξει μόνη της και όχι με λεφτά του μπαμπά της – είχε κάνει ένα από τα καλύτερα μάστερ που μπορούσε να κάνει δικηγόρος. Είχε περάσει έως και στο δικαστικό.
Τα παράτησε όλα μέσα σε 15 μέρες κι έγινε δασκάλα γιόγκα. Γνωριστήκαμε στις 15 Νοεμβρίου, ήρθε και με βρήκε στο χωριό 1-15 Δεκεμβρίου και στις 10 Ιανουαρίου πήρε τις βαλίτσες της και μετακόμισε μόνιμα στις Ράχες. Μαζί μου». Μετά, μιλάει για τα πράγματα που του αρέσει να κάνει στο χωριό: «Μου αρέσει να κάνω windsurfing, σκι, να τρέχω, να κάνω ποδήλατο, δραστηριότητες στη φύση γενικότερα. Μου αρέσει να παίζω με την κόρη μου, μου αρέσει να μαγειρεύω για την οικογένειά μου και τους φίλους μου». «Τι μαγειρεύεις;». «Ό,τι νιώθω πως θέλει να φάει ο καθένας» λέει και μου προτείνει μια γρήγορη και εύκολη συνταγή με λαχανικά της εποχής: «Το πιο γρήγορο φαγητό που κάνουμε είναι το εξής: παίρνουμε ένα ταψί και βάζουμε μέσα πατάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, ξερά κρεμμύδια, σκόρδα -τα βάζουμε με τη φλούδα-, πιπεριές, λίγη ντομάτα φρέσκια κομμένη, δενδρολίβανο, αλάτι, πιπέρι. Το βάζουμε στον φούρνο με λίγο λάδι και το ψήνουμε στους 170 βαθμούς. Και από πάνω βάζουμε αφράλατο και ρίγανη».
Λίγο πριν τελειώσουμε την κουβέντα μας τον ρωτάω αν βγάζει από τη δουλειά του αρκετά για να ζήσει. «Το μόνο κόλπο που με σώζει είναι ότι μπορώ να ζήσω και με πολύ λίγα λεφτά. Υπάρχουν μήνες στους οποίους χαλάμε 300-400 ευρώ. Τώρα, με τη μικρή μας, μπορεί να χαλάσουμε και 500 ευρώ. Όταν χαλάς λίγα χρήματα είσαι πάντα περισσότερο ελεύθερος. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μην επιβιώσω στο χωριό. Δεν φοβάμαι. Χέστηκα, ας μου κόψουν μέχρι και το ρεύμα. Γαμώ τις φάσεις θα είναι αν ζω και με κεριά. Ζεις και χωρίς Ίντερνετ. Το ψυγείο μας είναι άδειο να φανταστείς, έχει μόνο το γάλα της γυναίκας μου, το οποίο θα μπορούσαμε να μην το έχουμε στο ψυγείο, γιατί μας το φέρνει μια γειτόνισσα κάθε πρωί…».
Φεύγει φουριόζος, όπως εμφανίστηκε, μιλώντας για τους φίλους του που τον θεωρούσαν τρελό στην αρχή και τώρα χαίρονται γι’ αυτόν. «Δεν σε ζηλεύουν;». «Όχι, αυτό είναι χαζό. Ο καθένας πρέπει να κάνει αυτό που νιώθει μέσα του. Αυτό που νιώθει ότι θα τον πάει μπροστά και θα τον κάνει ευτυχισμένο…».
Πηγή: www.lifo.gr