Πώς να γίνετε επιτυχημένοι αγρότες
Του Λεωνιδα ΣτεργιουΗ οικονομική κρίση έχει οδηγήσει αρκετούς -κυρίως νέους- στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Το φαινόμενο αυτό καταγράφηκε στην Ελλάδα κατά την τελευταία τριετία, αλλά και σε διεθνές επίπεδο – ακόμα και σε χώρες όπου οι οικονομίες τους δεν επλήγησαν σοβαρά από την κρίση όπως είναι της Αυστραλίας.
Η στροφή αυτή ίσως αποτελέσει μια ευκαιρία για την Ελλάδα να ενισχύσει την αγροτική παραγωγή και γενικότερα τη συμβολή του πρωτογενούς τομέα και στη διαμόρφωση ενός πιο υγιούς και ανταγωνιστικού αναπτυξιακού μοντέλου.
Πώς; Ο ΟΟΣΑ πρόσφατα δημοσίευσε μία μελέτη, η οποία εξέτασε την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα σε εννέα χώρες: Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδά, Εσθονία, Γερμανία, Ιταλία, Ολλανδία, Βρετανία και ΗΠΑ. Σε κάθε μία χώρα ανέλυσε διεξοδικά τις πιο αποδοτικές και τις λιγότερο ανταγωνιστικές αγροτικές και κτηνοτροφικές μονάδες ώστε να διαπιστώσει τους παράγοντες που επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα.
Η μελέτη καταρρίπτει τον μύθο των μεγάλων εκτάσεων και των επιδοτήσεων ως παράγοντες επιτυχίας. Οι μεγάλες εκτάσεις συνδέονται με υψηλότερη ανταγωνιστικότητα εφόσον αυτές εξασφαλίζουν οικονομίες κλίμακος και ικανοποιούν άλλα κριτήρια, όπως η καινοτομία κ.λπ. Επίσης, όλες οι μονάδες με τη χαμηλότερη παραγωγικότητα λαμβάνουν περισσότερες επιδοτήσεις κατά 20% με 50% απ’ ό,τι οι πιο αποδοτικές.
Οι 8 παράγοντες
Τα συμπεράσματα της μελέτης σε ό,τι αφορά τα «κλειδιά» της επιτυχίας είναι τα εξής:
1. Εκταση. Οι μεγαλύτερες εκτάσεις δεν εξασφαλίζουν πάντα υψηλή ανταγωνιστικότητα. Η μεγάλη έκταση βοηθά μόνο στην επίτευξη οικονομιών κλίμακος, οι οποίες μπορούν να επιτευχθούν και με άλλους τρόπους, όπως για παράδειγμα ο συνεταιρισμός – συνεργασία μεταξύ των μονάδων, οι επενδύσεις, η τεχνολογία, η επιλογή της σωστής καλλιέργειας κ.λπ. Διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις επιτυχημένων αγροτικών μονάδων με μικρές εκτάσεις. Η επιτυχία τους βασίστηκε στο ότι αντιστάθμισαν το μειονέκτημα της έκτασης με σωστό μάνατζμεντ και μάρκετινγκ, αυξάνοντας έτσι τον λόγο εσόδων προς έξοδα.
2. Επιδοτήσεις. Οι πολλές και οι μεγάλες επιδοτήσεις δεν συνδέθηκαν σε καμία από τις εννέα χώρες που εξετάστηκαν με υψηλές επιδόσεις. Γενικά, οι λιγότερο ανταγωνιστικές μονάδες ελάμβαναν περισσότερες επιδοτήσεις κατά 20% απ’ ό,τι οι πιο παραγωγικές. Το ποσοστό αυτό στις ΗΠΑ ήταν 50%. Αυτό συμβαίνει, ίσως, διότι οι επιδοτήσεις σε πολλές χώρες κατευθύνονται απ’ ευθείας στις λιγότερο παραγωγικές μονάδες, όπως συμβαίνει στην Αυστραλία. Επίσης, στην Ευρώπη οι μεγαλύτερες εκτάσεις εμφανίζουν μικρότερη αποδοτικότητα από τις μικρότερες που λαμβάνουν λιγότερες επιδοτήσεις.
3. Μη αγροτικά εισοδήματα. Οι πιο πετυχημένοι αγρότες είναι όσοι απασχολούνται και ζουν αποκλειστικά από την αγροτική παραγωγή. Χώρες με αγρότες που εμφανίζουν υψηλότερα εισοδήματα από άλλες πηγές -πλην της αγροτικής- έχουν και τη λιγότερο ανταγωνιστική αγροτική παραγωγή.
4. Επενδύσεις. Οι χώρες και οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν τις υψηλότερες επενδύσεις σε πάγιο εξοπλισμό και στην καινοτομία είναι και οι πιο ανταγωνιστικές στον πρωτογενή τομέα.
5. Οικολογική παραγωγή – οργανικά προϊόντα. Γενικά, η υιοθέτηση πρακτικών οικολογικής γεωργίας – κτηνοτροφίας και η παραγωγή οργανικών προϊόντων συνδέεται με υψηλότερη ανταγωνιστικότητα. Αυτό, όμως, δεν κατεγράφη στην περίπτωση της Εσθονίας.
6. Ηλικία. Η μέση ηλικία των αγροτών στις χώρες που εξετάστηκαν κυμαίνεται μεταξύ 46,3 στο Βέλγιο και 55,6 στην Αυστραλία. Οι πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα ήταν αυτές που είχαν μικρότερο μέσο όρο ηλικίας.
7. Εκπαίδευση. Το υψηλό μορφωτικό επίπεδο -ακόμα κι αν αυτό δεν σχετίζεται άμεσα με την αγροτική παραγωγή ή την κτηνοτροφία- συνδέεται άμεσα με την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Εξαγωγές
Το κλειδί της επιτυχίας για ανταγωνιστικό πρωτογενή τομέα είναι η επίτευξη οικονομιών κλίμακος, τόσο στο στάδιο της παραγωγής όσο και στο στάδιο της διάθεσης των προϊόντων.
Αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές με το εξής παράδειγμα: υποθέτουμε ότι ένας Ελληνας αγρότης καταφέρνει να μειώσει το κόστος παραγωγής ελαιολάδου στο ελάχιστο. Εάν η παραγωγή του είναι μικρή ή δεν συνεταιριστεί με άλλους ώστε να το εξάγει, τότε δεν πρόκειται να έχει καμία τύχη. Ενας πρόχειρος υπολογισμός έδειξε ότι η εξαγωγή 80 λίτρων λάδι στη Βρετανία θα διαμορφώσει την τιμή στο ράφι σε 12-15 λίρες το λίτρο. Στην τελική τιμή, το κόστος παραγωγής και εμφιάλωσης αντιστοιχεί σε κάτι λιγότερο από το 20%. Το υπόλοιπο είναι μεταφορικό κόστος και έξοδα διάθεσης.
Εάν ο ίδιος παραγωγός είχε συνεταιριστεί και μαζί με τους υπόλοιπους έκανε εξαγωγή π.χ. 10 τόνους λάδι, τότε το τελικό κόστος από το χωράφι στο ράφι διαμορφώνεται σε περίπου 3,5 λίρες ανά λίτρο. Δηλαδή σχεδόν τέσσερις με πέντε φορές μικρότερο, με συνέπεια να υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο για ποσοστό κέρδους από μία μικρή αύξηση της τελικής τιμής, παραμένοντας το προϊόν ανταγωνιστικό.
Για τον λόγο αυτό σε χώρες με ανταγωνιστικό πρωτογενή τομέα έχουν αναπτυχθεί φορείς-οργανισμοί όπου συγκεντρώνουν την παραγωγή και την εξάγουν μαζικά στο εξωτερικό.