ΑΓΟΡΑΣΑΤΕ γλάστρες, φυτόχωμα, σκαλιστήρια και ψαλίδια, πήρατε και τριανταφυλλιές και είστε έτοιμοι να δημιουργήσετε έναν θαυμαστό κήπο στη βεράντα ή στην αυλή σας.Αλήθεια όμως, έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί η τριανταφυλλιά που φυτέψατε δεν λέει να πιάσει; Εχετε σκεφθεί πώς ακριβώς πρέπει να φυτευτεί ή να κλαδευτεί για να αναπτυχθεί σωστά και να ανθοφορήσει; Μια επιλογή (η δαπανηρή) είναι να απευθυνθείτε σε κηπουρό για να σας λύσει το πρόβλημα. Η δεύτερη είναι να ακολουθήσετε τις οδηγίες των ειδικών βήμα βήμα και θα έχετε το ίδιο αποτέλεσμα. Δύο γεωπόνοι, οι κκ. Στ. Παυλάκος και Δ. Κοντοδήμας, συμβουλεύουν πώς μπορείτε να φυτέψετε και να κλαδέψετε μια τριανταφυλλιά αποτελεσματικά.
Η τριανταφυλλιά δεν έχει ιδιαίτερες εδαφικές απαιτήσεις. Θα αναπτυχθεί όμως καλύτερα σε εδάφη ουδέτερα ή ελαφρώς όξινα, σκαμμένα βαθιά με καλό αερισμό, αποστράγγιση (σε χώμα που πίνει καλά το νερό). Σε περίπτωση που ο κήπος σας ή η γλάστρα σας δεν διαθέτει ένα τέτοιου είδους χώμα, μπορείτε να το δημιουργήσετε με ανάμειξη του χώματος του κήπου και καλής ποιότητας φυτόχωμα, σε αναλογία 2 προς 1. Το κόστος του φυτοχώματος δεν ξεπερνά τις 800 δρχ. το τσουβάλι.
Περιβάλλον : Το κλίμα της χώρας είναι ιδανικό για της απαιτήσεις της τριανταφυλλιάς, τόσο σε θερμοκρασία όσο και σε ηλιοφάνεια. Μάλιστα πρέπει να σημειωθεί ότι η ανθοφορία του φυτού είναι ανάλογη της ηλιοφάνειας κατά τη διάρκεια του έτους. Ενα πρόβλημα που μπορεί να δημιουργηθεί είναι η χαμηλή ατμοσφαιρική και εδαφική υγρασία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αυτό μπορεί όμως να αντιμετωπιστεί με τακτικές αρδεύσεις αλλά χωρίς υπερβολική ποσότητα νερού.
Φύτευση : Η καλύτερη εποχή για φύτευση της τριανταφυλλιάς είναι από τον Νοέμβριο ως τον Μάρτιο. Μπορεί να φυτευτεί όμως και από τον Οκτώβριο ως και τον Μάιο. Η πρώιμη φύτευση προκαλεί πρώιμη και παρατεταμένη ανθοφορία τον πρώτο χρόνο και μετά το φυτό εξαντλείται. Για να φυτευτεί μια τριανταφυλλιά θα πρέπει να είναι υγιής και απαλλαγμένες από ιώσεις ή άλλες ασθένειες. Αυτές μπορεί να διαπιστωθούν από την ευρωστία του φυτού και τον χρωματισμό των φύλλων. Δηλαδή μια υγιής τριανταφυλλιά διακρίνεται από την ομοιομορφία του χρωματισμού των φύλλων της, από την απουσία στιγμάτων, από το βαθύ πράσινο των φύλλων της. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα όμως, όσον αφορά τις φυλλοβόλες τριανταφυλλιές, η επιλογή είναι πιο δύσκολη και στηρίζεται στην αξιοπιστία του προμηθευτή.
Δύο εβδομάδες πριν από τη φύτευση, καλό είναι το έδαφος να σκαφτεί σε βάθος 30 – 40 εκ. και να ενσωματωθεί χωνεμένη κοπριά ή καλής ποιότητας φυτόχωμα. Ωστόσο θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο εξής: σε έδαφος όπου προϋπήρχε τριανταφυλλιά, το χώμα θα πρέπει να αντικατασταθεί σε βάθος 40 – 50 εκ. Ο λάκκος φύτευσης θα πρέπει να είναι αρκετά μεγαλύτερος από την μπάλα χώματος της τριανταφυλλιάς. Οταν το φυτό είναι «εμβολιασμένο» ή μπολιασμένο, όπως ονομάζεται, (δηλαδή έχει εμβολιαστεί μια ήμερη ποικιλία πάνω σε μια άγρια) και υπάρχει κίνδυνος παγετού, καλό είναι το σημείο εμβολιασμού να είναι 5 εκ. κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο λάκκος συμπληρώνεται με το εδαφικό μείγμα που προαναφέρθηκε. Ενώ στη συνέχεια ακολουθεί άφθονο πότισμα.
Κλάδεμα : Αν η τριανταφυλλιά δεν κλαδευτεί ποτέ, οι βλαστοί της ξυλοποιούνται με αποτέλεσμα να μειώνονται συνεχώς και τα άνθη που παράγονται να είναι κατώτερης ποιότητας. Αναλυτικότερα, το κλάδεμα του συγκείμενου φυτού καθορίζεται από την ποικιλία, τον τρόπο ανάπτυξης και τη χρήση.
Ορισμένες γενικές αρχές είναι οι εξής:
α) Η καλύτερη εποχή για κλάδεμα είναι από τον Νοέμβριο ως και τον Φεβρουάριο.
β) Πρέπει να αφαιρούνται όλοι οι άγριοι βλαστοί (δηλαδή οι βλαστοί από το υποκείμενο).
γ) Αφαιρούνται οι προσβεβλημένοι, οι άρρωστοι, οι καχεκτικοί και οι ξεροί βλαστοί, καθώς επίσης και οι διασταυρούμενοι αλλά και αυτοί που κατευθύνονται προς το κέντρο του φυτού.
δ) Αφαιρούνται οι γερασμένοι βλαστοί και διατηρούνται οι ανώτεροι στο ένα τρίτο του μήκους τους.
ε) Στους βλαστούς που διατηρούνται πρέπει ο ανώτερος οφθαλμός να έχει κατεύθυνση προς τα έξω.
ζ) Το κλαδευτήρι θα πρέπει να είναι καλά ακονισμένο και η τομή του να είναι τουλάχιστον 1 εκ. πάνω από τον ανώτερο οφθαλμό (μάτι), που διατηρείται με διεύθυνση παράλληλη σε αυτόν.
Ειδικά για τις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, αφού πρώτα επιλεγούν τα κλαδιά – οδηγοί (δηλαδή, τα εύρωστα κλαδιά που θα διατηρηθούν, ώστε να δημιουργηθεί το επιθυμητό σχήμα), κλαδεύονται οι πλάγιοι βλαστοί στους 2 – 4 οφθαλμούς. Σε αυτό το σημείο ωστόσο θα πρέπει να αναφερθεί ότι κυρίως στις αναρριχώμενες τριανταφυλλιές τον πρώτο χρόνο δεν πρέπει να επιδιώκεται η άνθηση αλλά η ανάπτυξη των κλαδιών – οδηγών.Εκτός από το χειμερινό κλάδεμα πρέπει κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας να αφαιρούνται τα ώριμα άνθη και να «κορφολογείται» (κόβεται μόνο το άνθος) ο βλαστός αυτών στο ένα τρίτο της ανάπτυξής του. Με το «κορφολόγημα» εξασφαλίζεται η παρατεταμένη ανθοφορία αλλά και η καλή ποιότητα των ανθέων.
Σκάλισμα – λίπανση : Για την αφρατοποίηση του εδάφους και την απομάκρυνση των ζιζανίων πρέπει να γίνεται επιφανειακό σκάλισμα. Ετσι επιτυγχάνεται καλύτερος αερισμός του εδάφους, βελτιώνεται η διακίνηση του νερού και μειώνεται ο «ανταγωνισμός» σε νερό και θρεπτικά στοιχεία, μεταξύ των ζιζανίων και της τριανταφυλλιάς. Κανονικά πρέπει να γίνονται τέσσερα – πέντε επιφανειακά σκαλίσματα τον χρόνο. Το βαθύ σκάψιμο θα πρέπει να αποφεύγεται επειδή καταστρέφει τις ρίζες.Επίσης το έδαφος γύρω από το φυτό μπορεί να καλυφθεί με άχυρο, ώστε να εμποδίζεται η ανάπτυξη ζιζανίων και η απώλεια νερού. Ετσι προστατεύονται και οι ρίζες από το κρύο του χειμώνα.Για τον εμβολιασμό του φυτού με θρεπτικά στοιχεία καλό είναι να προστίθεται χωνεμένη κοπριά κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προσθήκη συμπληρωματικής λίπανσης πρέπει να γίνεται με μέτρο. Ενδείκνυται ο διαφυλλικός ψεκασμός (ψεκασμός φυλλώματος), με λιπάσματα που απορροφούνται ταχύτερα.
Εχθροί – ασθένειες : Ο πιο σημαντικός εχθρός της τριανταφυλλιάς είναι οι αφίδες (μελίγκρες), οι οποίες προσβάλλουν τους τρυφερούς βλαστούς του φυτού. Απομυζούν τους χυμούς και προκαλούν καρουλιάσματα και συστροφές στα φύλλα και στα άνθη. Αλλοι εχθροί είναι τα κακοειδή, γνωστά και ως ψώρες, αλλά και τα ακάρεα που προσβάλλουν τα φύλλα. Η καταπολέμησή τους γίνεται με συνετή χρήση των κατάλληλων εντομοκτόνων και ακαρεοκτόνων και πάντα κατόπιν συμβουλής ειδικευμένου γεωπόνου.