plantsΜπορεί η κάνναβη να είναι στο μυαλό των περισσότερων συνδεδεμένη με τη ναρκωτική ουσία «χασίς», που παράγεται από τη ρητίνη της, ωστόσο πρόκειται για ένα φυτό κλασικό για την παραγωγή ινών (κλωστικό), αλλά και για την παραγωγή λαδιού από το σπόρο του (ελαιούχο). Και τώρα που η καλλιέργειά της αρχίζει να επιτρέπεται και πάλι, είναι καλό να γνωρίζουμε κάποια πράγματα γι’ αυτή.

Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ Ε. ΑΥΓΟΥΛΑΣ
Καθηγητής Γεωργίας
στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η κάνναβη καλλιεργείται από αρχαιοτάτων χρόνων στην Ασία, όπου ήδη από τον 28ο π.Χ. αιώνα χρησιμοποιούνταν στην Κίνα για την κατασκευή υφασμάτων, ενώ κατά το 1.400 π.Χ. τη χρησιμοποιούσαν στην Περσία ως φάρμακο. Από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα η κάνναβη καλλιεργείτο σε μεγάλη σχετική έκταση στην Ευρώπη, γιατί αποτελούσε τη μοναδική ύλη για την κατασκευή σχοινιών.

Στην Ελλάδα, η καλλιέργεια για την παραγωγή ινών χρονολογείται από το 1935 (στα εδάφη της τέως λίμνης Γιαννιτσών, κυρίως για την καταστροφή των ζιζανίων, αφού είναι φυτό αποπνικτικό των ζιζανίων), ενώ μέχρι το μέσον της δεκαετίας του 1970 στην περιοχή της Κωπαΐδας καλλιεργούνταν περίπου 2.000 στρέμματα καννάβεως, με τα κανναβοστελέχη να χρησιμοποιούνται για κατασκευή μοριοσανίδων (νοβοπάν) από την επιχείρηση «Πανομπέλ», το εργοστάσιο της οποίας λειτουργούσε στην Αλίαρτο. Λίγα χρόνια πριν η καλλιεργούμενη με κάνναβη έκταση στην Κωπαΐδα έφτανε και τα 5.000 στρέμματα.

Ένα… δίλημμα!

Το πρόβλημα πάντα ήταν η δυνατότητα καλλιέργειας της καννάβεως για παραγωγή ινών χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος παραλαβής και ρητινών, από τις οποίες παράγεται η ναρκωτική ουσία «χασίς», που στη γλώσσα των φακίρηδων σημαίνει «ξηρό χόρτο». Και τούτο γιατί τα φυτά της καννάβεως είναι από τη φύση τους δίοικα, δηλαδή άλλα είναι τα αρσενικά άτομα και άλλα τα θηλυκά, με τη δυνατότητα παραγωγής ρητινών να την έχουν μόνο τα θηλυκά φυτά, τα οποία εκκρίνουν τις ρητίνες από αδενώδεις τρίχες που βρίσκονται μόνο στα βράκτεια φύλλα και στους κολεούς της θηλυκής ταξιανθίας. Ο σχηματισμός και η έκκριση ρητίνης αρχίζει μετά την άνθηση του θηλυκού φυτού και μεγιστοποιείται λίγο πριν την ωρίμανση του σπόρου.

Το Εργαστήριο Γεωργίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών διαθέτει πλούσια εμπειρία γύρω από την καλλιέργεια της καννάβεως, αφού ασχολήθηκε για πολλά χρόνια ερευνητικά με το φυτό, ήδη από τη δεκαετία του 1950, με την επιστημονική επίβλεψη των αειμνήστων Δημήτρη Παπαδόπουλου, επιμελητή, και Παναγιώτη Μεντζελόπουλου, βοηθού του Εργαστηρίου.

Η ερευνητική προσπάθεια του Εργαστηρίου είχε δύο βασικούς στόχους:

α) την επιβεβαίωση ή μη της παλαιάς θεωρίας ότι υπάρχουν δύο είδη καννάβεως, η κοινή, κατάλληλη για παραγωγή ινών και η ινδική, κατάλληλη για παραγωγή χασίς και

β) την προσπάθεια δημιουργίας ποικιλιών καννάβεως, κατάλληλων για παραγωγή ινών και σπόρου, που δεν θα μπορούσαν όμως να παράγουν ρητίνες.

Ο δεύτερος στόχος δεν κατέστη τότε δυνατός παρά το εκτεταμένο πρόγραμμα διασταυρώσεων το οποίο διεξήγαγε το Εργαστήριο, μεταξύ ποικιλιών καννάβεως απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Σε κάποιες περιπτώσεις συνέβη και το αντίθετο, δηλαδή δημιουργήθηκαν ποικιλίες πλουσιότερες σε παραγωγή ρητινών.

Κατά την επιμελημένη και ενδελεχή διερεύνηση του πρώτου στόχου από το Εργαστήριο Γεωργίας, βρέθηκαν μορφολογικές διαφορές μεταξύ των θεωρούμενων δύο διαφορετικών ειδών καννάβεως, κοινής και ινδικής, διαφορές όμως που ούτε σταθερές ήταν ούτε κληρονομούνταν. Γι’ αυτό και το συμπέρασμα ήταν ότι δεν υπάρχουν δύο διαφορετικά είδη καννάβεως, αλλά μόνο ένα είδος, το Cannabis sativa, η κοινή κάνναβις, όλες οι ποικιλίες του οποίου παράγουν ρητίνες (τα θηλυκά φυτά).

Καλλιεργούμενες ποικιλίες

Αυτά, τότε… Γιατί σήμερα, οι βελτιωτές των φυτών έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ποικιλίες καννάβεως με φυτά μόνοικα-δίκλινα, με μηδαμινή δυνατότητα παραγωγής ρητινών και περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη μικρότερη του 0,2%, όπως απαιτούν οι σχετικοί Κοινοτικοί Κανονισμοί, για να μπορεί να καλλιεργηθεί η κάνναβις για την παραγωγή ινών, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος και ο φόβος παραγωγής ρητινών. Οι ποικιλίες αυτές είναι γραμμένες στον κοινοτικό κατάλογο ποικιλιών και από αυτές είναι υποχρεωμένος να διαλέξει ο παραγωγός για να καλλιεργήσει.

Με βάση τα παραπάνω, οι παλιές παραδοσιακές δίοικες ποικιλίες καννάβεως, με τη βοήθεια της κλασσικής γενετικής βελτίωσης των φυτών αντικαταστάθηκαν από ποικιλίες μόνοικες-δίκλινες (στο ίδιο φυτό και τα αρσενικά και τα θηλυκά άνθη, δηλαδή η αρσενική και η θηλυκή ταξιανθία, σε διαφορετικό όμως μέρος του φυτού), με πολύ μικρή δυνατότητα παραγωγής ρητινών. Έχει αρχίσει επίσης να δημιουργείται ένας τρίτος τύπος ποικιλιών, γνωστός ως τύπος με κυριαρχία των θηλυκών, στον οποίο το 85-90% των φυτών θα είναι θηλυκά, χωρίς τη δυνατότητα παραγωγής ρητινών. Πιστεύεται, ότι οι ποικιλίες του τύπου αυτού θα είναι πιο αποδοτικές σε ίνες και σε σπόρο από αυτές που καλλιεργούνται σήμερα.

Οι ελληνικές ποικιλίες καννάβεως χάθηκαν, επειδή η καλλιέργεια απαγορεύτηκε εντελώς με νόμο το 1993, ενώ πριν επιτρεπόταν με ειδική άδεια που χορηγούσε ο υπουργός Γεωργίας, φυσικά για την παραγωγή ινών. Σήμερα, που η καλλιέργεια αρχίζει να επιτρέπεται πάλι, όπως ισχύει σε όλη την Ευρώπη, υπάρχει η υποχρέωση καλλιέργειας μόνο των ποικιλιών που ο καλλιεργητής μπορεί να αντλήσει από τον κοινοτικό κατάλογο. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι μέχρι πρότινος η καλλιέργεια της καννάβεως για παραγωγή ινών, όπως και του λιναριού, ήταν επιδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ).

Κατά την καλλιέργεια των ποικιλιών αυτών και κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης των φυτών είναι υποχρεωτική η δειγματοληπτική κατά διαστήματα μέτρηση της περιεκτικότητας των φυτών σε τετραϋδροκανναβινόλη, ώστε να διασφαλίζεται περιεκτικότητα μικρότερη του 0,2%. Η τετραϋδροκανναβινόλη είναι το αλκαλοειδές της καννάβεως, το υπεύθυνο για τον εθισμό και τις αρνητικές επιδράσεις που προκαλεί στον ανθρώπινο οργανισμό.

Προσαρμοστικότητα

Η κάνναβη είναι ετήσιο φυτό, ανοιξιάτικης σποράς. Εάν το φυτό καλλιεργείται σε θερμές και όχι υγρές περιοχές, η καλλιέργεια πρωιμίζει, ενώ όταν το καλοκαίρι είναι βροχερό, ο βιολογικός κύκλος μεγαλώνει. Βέβαια, η διάρκεια του βιολογικού κύκλου εξαρτάται και από την ποικιλία. Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται για παραγωγή ινών έχουν βιολογικό κύκλο 60-90 ημερών και εκείνες που καλλιεργούνται για παραγωγή σπόρου 110-150 ημερών.

Η κάνναβη είναι φυτό μικρής ημέρας και προσαρμόζεται άριστα σε περιοχές όπου καλλιεργείται με επιτυχία ο αραβόσιτος.

Οι καλύτερες θερμοκρασίες για την ανάπτυξή της είναι 25-28οC. Τα νεαρά φυτά αντέχουν ικανοποιητικά και σε θερμοκρασίες 2οC, η αντοχή τους όμως σε παγετό αμέσως μετά το φύτρωμα είναι μικρή. Όταν τα φυτά έχουν αναπτύξει και το τρίτο ζευγάρι των μόνιμων φύλλων αντέχουν και σε θερμοκρασίες -5οC για 4-5 ημέρες. Η βλάστηση των σπόρων μπορεί να γίνει και σε θερμοκρασίες -1οC. Σε ό,τι αφορά τις ανάγκες σε νερό, έχει υπολογισθεί ότι απαιτούνται 300-400 μ3 ανά στρέμμα για να ολοκληρωθεί με επιτυχία ο βιολογικός κύκλος του φυτού.

Τα καλύτερα εδάφη για την κάνναβη είναι τα βαθιά, γόνιμα, μέσης σύστασης που στραγγίζουν καλά και έχουν ουδέτερη ή ελαφρά αλκαλική αντίδραση. Άριστο pH εδάφους 7-7,5. Δεν ευδοκιμεί σε εδάφη φτωχά, με χαλίκια, ξηρά ή αλατούχα. Όσο μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε άργιλο έχει το έδαφος, τόσο μικρότερη είναι η παραγωγή σε ίνες.

Σε φυσιολογικές συνθήκες καλλιέργειας, το φυτό μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 3-5 μέτρα.

Η καλλιέργεια της κάνναβης βήμα-βήμα

Αμειψισπορά

Η κάνναβη μπορεί να ακολουθεί οποιαδήποτε καλλιέργεια, ευνοείται όμως αν σπαρθεί μετά από ψυχανθές, που αφήνει το έδαφος, πλούσιο σε άζωτο και οργανική ουσία. Σε αγρούς με πολλά ζιζάνια η κάνναβη πρέπει να τοποθετείται πρώτη στην αμειψισπορά, ως φυτό αποπνικτικό των ζιζανίων, όταν καλλιεργείται για παραγωγή ινών. Μετά τη συγκομιδή της κάνναβης, ο αγρός είναι τελείως καθαρός από ζιζάνια. Η κάνναβη καλό είναι να εντάσσεται γενικά σε τετραετείς αμειψισπορές.

Σπορά

Η κάνναβη σπέρνεται λίγο πριν από την εποχή σποράς του αραβοσίτου. Στη χώρα μας η σπορά μπορεί να κλιμακώνεται, ανάλογα με την περιοχή και το σκοπό καλλιέργειας, από τα μέσα Μαρτίου έως τις αρχές Μαΐου. Η πρώιμη σπορά πλεονεκτεί και είναι πιο αποδοτική από την όψιμη, γιατί εκμεταλλεύεται καλύτερα την υγρασία του εδάφους από τις χειμωνιάτικες βροχές, χρησιμοποιεί καλύτερα το νερό των ανοιξιάτικων βροχών και το φυτό αναπτύσσεται άριστα.

Εάν η καλλιέργεια προορίζεται για παραγωγή ινών, οι γραμμές σποράς απέχουν 15-18 εκατ. και η ποσότητα σπόρου είναι 4-5 κιλά στο στρέμμα. Η άριστη πυκνότητα πληθυσμού είναι 200-250 φυτά ανά μ2. Εάν η καλλιέργεια προορίζεται για παραγωγή σπόρου, οι αποστάσεις των γραμμών είναι 50-60 εκατοστά και η ποσότητα σπόρου 1-2 κιλά το στρέμμα. Άριστη πυκνότητα πληθυσμού στην περίπτωση αυτή είναι 100-125 φυτά ανά μ2. Το συνηθισμένο βάθος σποράς είναι 2-4 εκατοστά.

Για να είναι γρήγορο το φύτρωμα η σπορά γίνεται όταν η θερμοκρασία του εδάφους είναι 8-10οC, αν και ο σπόρος φυτρώνει και σε θερμοκρασίες 4-6οC.

Καταπολέμηση ζιζανίων

Η κάνναβη δεν έχει ανάγκη μηχανικής ή χημικής καταπολέμησης των ζιζανίων, αφού τα ανταγωνίζεται με πολύ μεγάλη επιτυχία. Εάν η κάνναβη σπαρθεί σε καλά στραγγιζόμενα, γόνιμα χωράφια και σε κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, θα φυτρώσει γρήγορα και σε 4-5 εβδομάδες μετά τη σπορά θα φτάσει σε ύψος τα 30 εκατοστά. Στο στάδιο αυτό θα έχει καλύψει το 90% του εδάφους, με πυκνότητα 200-250 φυτά το μ2 και σχεδόν όλα τα ζιζάνια θα αδυνατούν να αναπτυχθούν.

Λίπανση

Η κάνναβη είναι φυτό απαιτητικό επειδή αναπτύσσει σε σύντομο χρονικό διάστημα μεγάλη βιομάζα. Χρειάζεται λίπανση με κοπριά 2-3 τόνους ανά στρέμμα και ανόργανα λιπάσματα 9-14 κιλά Ν, 2-7 κιλά Ρ2Ο5 και 0-7 κιλά Κ2Ο ανά στρέμμα.

Η υπερβολική λίπανση με άζωτο πρέπει να αποφεύγεται γιατί μειώνει την αντοχή των ινών, ενώ τα αργιλώδη εδάφη απαιτούν γενικά μικρότερες ποσότητες καλίου. Ο φωσφόρος αυξάνει το βάρος των στελεχών και δίδει ίνες πιο ανθεκτικές και πιο ελαστικές, ενώ αυξάνει την αντοχή του στελέχους στους ανέμους. Το κάλιο αυξάνει την ποσότητα και βελτιώνει την ποιότητα των ινών. Η έλλειψη καλίου προκαλεί αναστολή ανάπτυξης και εμφάνιση ερυθρών κηλίδων στα φύλλα. Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι η κάνναβη απαιτεί την ίδια λιπαντική μεταχείριση όπως ο αραβόσιτος ή το σιτάρι με μεγάλες αποδόσεις.

Άρδευση

Η κάνναβη είναι φυτό απαιτητικό σε νερό και γι’ αυτό πρέπει να αρδεύεται 2-4 φορές κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή. Για την παραγωγή σπόρου το 50% περίπου των αναγκών σε νερό είναι απαραίτητο στο στάδιο μεταξύ άνθησης και ωρίμανσης. Επίσης, η καλλιέργεια για παραγωγή ινών πρέπει να αρδεύεται εάν θέλουμε να έχουμε μεγάλη ποσότητα και υψηλή ποιότητα ινών.

Συγκομιδή – Αποθήκευση

Οι σύγχρονες καλλιέργειες κάνναβης για παραγωγή ινών παράγουν συγχρόνως και σημαντική ποσότητα σπόρου. Η συγκομιδή γίνεται με ειδικές χορτοκοπτικές – αλωνιστικές μηχανές όπου παραλαμβάνεται ο σπόρος και τα κανναβοστελέχη αφήνονται στον αγρό για να αποβληθεί η περίσσεια της υγρασίας. Μετά, με ειδικό συλλεκτικό αυτοδετικό μηχάνημα συλλέγονται τα στελέχη σε μεγάλες μπάλες και αποθηκεύονται στο υπόστεγο του καλλιεργητή μέχρι να έρθει η σειρά τους να μεταφερθούν στο εργοστάσιο προς επεξεργασία.

Όταν η καλλιέργεια προορίζεται για παραγωγή σπόρου η συγκομιδή γίνεται όταν τα φύλλα και ο βλαστός κιτρινίσουν, και ο σπόρος έχει αρχίσει να σκληραίνει. Η συγκομιδή γίνεται με ειδικές θεριζοαλωνιστικές μηχανές.

Η απόδοση σε ξηρά στελέχη είναι περίπου 1 τόνος το στρέμμα και η απόδοση σε ίνες 80 με 100 κιλά. Σε σπόρο η απόδοση κυμαίνεται από 80-120 κιλά. Το κόστος της καλλιέργειας είναι σχετικά μικρό και η παραγωγή σχεδόν οικολογική.

Εχθροί και ασθένειες

Στη βιβλιογραφία αναφέρονται 50 περίπου εχθροί και παθογόνα (έντομα μύκητες, ιοί, βακτήρια, κ.λπ.). Εν τούτοις στην πράξη, η γρήγορη και εύρωστη ανάπτυξη επιτρέπουν στο φυτό να αντιμετωπίζει με επιτυχία τους εχθρούς και τις ασθένειες.

Ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος αντιμετώπισης των εχθρών και ασθενειών είναι η ένταξη της καλλιέργειας της κάνναβης σε τουλάχιστον 4ετή αμειψισπορά.

Χρησιμότητα και οικονομική σημασία

Οι παραγόμενες από τα στελέχη της καννάβεως ίνες χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σπάγκων, σχοινιών, δικτύων, υφασμάτων για σάκους, για πανιά ιστιοφόρων και για το ειδικό για τη ραφή ενδυμασιών «κανναβάτσο». Οι ίνες ανώτερης ποιότητας προωθούνται στην υφασματουργία και την υφαντουργία, ενώ μεγάλο μέρος των υπόλοιπων ινών χρησιμοποιούνται από τη χαρτοβιομηχανία για παραγωγή χαρτιού ειδικής ποιότητας. Από ίνες καννάβεως κοντές, σπασμένες, κατώτερης ποιότητας, αποτελείται το «καννάβι» των υδραυλικών, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση των σωλήνων ύδρευσης.

Οι ίνες της καννάβεως χρησιμοποιούνται ακόμα για την κατασκευή υλικών μόνωσης και υλικών οικοδομών. Κατασκευές από ίνες καννάβεως χρησιμοποιούνται και στη σύγχρονη αυτοκινητοβιομηχανία, ως μονωτικό και στεγανωτικό επίστρωμα των θυρών των αυτοκινήτων.

Η εντεριώνη των στελεχών της καννάβεως χρησιμοποιείται ως υλικό στρωμνής ζώων και ιδιαίτερα των αλόγων ιππασίας, γιατί είναι 12 φορές περισσότερο απορροφητική από το άχυρο του σιταριού, απαλή, καθόλου ερεθιστική, έχει μεγάλη διάρκεια χρησιμοποίησης, δεσμεύει την υγρασία και τις οσμές, και δεν ελκύει έντομα και τρωκτικά. Το υλικό αυτό, μετά τη χρησιμοποίησή του, αποτελεί ένα άριστο χουμικό-βελτιωτικό του εδάφους για ανθοκομικά φυτά και κηπευτικές καλλιέργειες.

Από το λάδι της καννάβεως που χρησιμοποιείται κυρίως στη σαπωνοποιία και στη βερνικοποιία παρασκευάζεται και αλοιφή μαζί με γλυκερίνη, κατάλληλη για τις οπλές των αλόγων.

Οι σπόροι της καννάβεως, που γενικά έχουν περιεκτικότητα σε λάδι 20-35%, χρησιμοποιούνται ακόμα για τη διατροφή των ωδικών πτηνών, ενώ παλιότερα στη φαρμακευτική.

ΠΗΓΗ: http://www.paragogi.net

Follow us