Tην έβδομη θέση στην παγκόσμια κατάταξη σε ό,τι αφορά την κατανάλωση κρέατος κατέχουμε ως λαός οι Έλληνες, έχοντας σχεδόν τετραπλασιάσει μέσα στα τελευταία 50 χρόνια την ποσότητα κρέατος που καταναλώνουμε καθημερινά (από 35 γρ. το 1960 σε 125 γρ. το 2010).
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το κρέας είναι απαραίτητο στη διατροφή μας, αφού οι πρωτεΐνες που υπάρχουν στα ζωικής προέλευσης τρόφιμα περιέχουν όλα εκείνα τα αμινοξέα που χρειάζεται ο οργανισμός και δεν μπορεί να τα συνθέσει μόνος του. Η κατανάλωση κρέατος, ωστόσο, πέρα από τα επιτρεπτά όρια μπορεί να κρύβει κινδύνους.
Για παράδειγμα, ένας από τους κινδύνους που μπορεί να κρύβει το κρέας είναι ότι ενδέχεται να περιέχει αρκετή ποσότητα φαρμάκων και αντιβιοτικών, ακόμα και ορμονών, μέσα στο σώμα του και αυτά να περάσουν με την κατανάλωση στον άνθρωπο.
Επίσης, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις που συνδέουν τον καρκίνο του ορθού και του προστάτη με την αυξημένη κατανάλωση κρέατος. Σε σημαντική επιδημιολογική μελέτη, που αφορά τον ελληνικό πληθυσμό, φαίνεται ότι τα άτομα που ανήκουν στην ομάδα με μεγάλη κατανάλωση κρέατος και χαμηλή πρόσληψη λαχανικών, εμφανίζουν 8 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για καρκίνο παχέος εντέρου σε σχέση με εκείνους που ανήκουν στην ομάδα με χαμηλή κατανάλωση κρέατος και υψηλή πρόσληψη λαχανικών.
Η υγιεινή ανατομία του κρέατος
Υπολογίζεται ότι οι Έλληνες κάθε χρόνο τρώμε 18 κιλά μοσχαρίσιο κρέας, 28 κιλά χοιρινό και 13 κιλά αρνί ή κατσίκι. Ποιο όμως είδος κρέατος και ποια μέρη του κρέατος πρέπει να καταναλώνουμε για να μην επιβαρύνουμε τον οργανισμό μας με περιττό λίπος και θερμίδες;
Το χοιρινό κρέας υπολείπεται σε θρεπτικά συστατικά -όπως σίδηρος, ψευδάργυρος και βιταμίνη Β12- των υπολοιπων κρεάτων, ωστόσο επειδή το λίπος του συγκεντρώνεται κάτω από το δέρμα μπορεί εύκολα να αφαιρεθεί. Καλό είναι να γνωρίζουμε ότι το πιο λιπαρό σημείο του χοιρινού είναι η κοιλιά, απ’ όπου προέρχονται το μπέικον και η πανσέτα, ενώ τα πιο άπαχα κομμάτια του χοιρινού είναι το ψαρονέφρι και το μπούτι.
Σε ό,τι αφορά το μοσχάρι, θα πρέπει να προσέχουμε ποιο μέρος του θα καταναλώσουμε, καθώς περιέχει ενδομυϊκό λίπος το οποίο δεν είναι ορατό. Το περισσότερο λίπος στο μοσχάρι συγκεντρώνεται κοντά στην περιοχή του κεφαλιού, γι’ αυτό καλό είναι να επιλέγουμε το πίσω μέρος του ζώου, όπως το μπούτι ή το κότσι.
Τόσο το αρνί όσο το κατσίκι θεωρούνται λιπαρά κρέατα και συστήνεται να καταναλώνονται με μέτρο και όταν τα μαγειρεύουμε να αποφεύγουμε τις επιπλέον λιπαρές ουσίες, όπως λάδι ή βούτυρο. Πάντως, το κατσίκι είναι πιο υγιεινό από το αρνί καθώς έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε λίπος και καλό είναι να επιλέγουμε το πίσω μέρους το ζώου αφού είναι το πιο “στεγνό”.
Το κοτόπουλο ανήκει στα λευκά κρέατα και έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά. Θα πρέπει, πάντως, να γνωρίζουμε πως το πιο άπαχο μέρος είναι το στήθος και πως θα πρέπει πάντα να αφαιρούμε την πέτσα καθώς περιέχει 40%-45% λίπος.
Υπάρχουν, όμως, και τα πιο… ιδιαίτερα κρέατα. Το κουνέλι, για παράδειγμα, είναι πολύ χαμηλό και αυτό σε χοληστερόλη και λιπαρά, ενώ περιέχει υψηλές ποσότητες πρωτεϊνών. Σύμφωνα, μάλιστα, με πρόσφατες αναφορές του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ, το κρέας του κουνελιού είναι “το πιο θρεπτικό κρέας, γνωστό στον άνθρωπο”.
Μια πολύ υγιεινή επιλογή είναι και το κρέας της στρουθοκαμήλου. Συγκαταλέγεται στα τελείως άπαχα κρέατα, ενώ αποτελεί πλούσια πηγή σιδήρου, νιασίνης, βιταμίνης Β6, φωσφόρου, ψευδαργύρου και σεληνίου.
Πλήρης διατροφή η χορτοφαγική, αλλά… με προσοχή
Θα πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι παρά την αυξημένη κατανάλωση κρέατος από τους Έλληνες, στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί και ο αριθμός των χορτοφάγων.
Για παράδειγμα, τα φυτικής προέλευσης τρόφιμα περιέχουν κάποια και όχι όλα από τα απαραίτητα για τον οργανισμό αμινοξέα. Μια καλή συμβουλή είναι οι χορτοφάγοι να προσέχουν το είδος της πρωτεΐνης που παίρνουν.
Πηγή πρωτεϊνών για τους χορτοφάγους αποτελούν τα αμυλούχα τρόφιμα όπως τα όσπρια, τα δημητριακά και το ρύζι, καλές πηγές σιδήρου είναι τα θαλασσινά, ο χαλβάς και το λάχανο, ενώ πηγές ασβεστίου είναι οι ξηροί καρποί, το μπρόκολο και το κουνουπίδι.
Γενικά, η χορτοφαγική διατροφή είναι μια πλήρης διατροφή, αρκεί αν γίνεται σωστά και να μην παραλείπονται βασικές κατηγορίες τροφίμων. Η μόνη έλλειψη που παρατηρείται στους χορτοφάγους είναι εκείνη της βιταμίνης Β12, η οποία βρίσκεται σχεδόν αποκλειστικά σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, γι’ αυτό είναι απαραίτητο να λαμβάνεται η βιταμίνη υπό μορφή συμπληρώματος.
Οι ειδικοί συμβουλεύουν όσους ακολουθούν χορτοφαγική διατροφή να έχουν συνεργασία με τον γιατρό τους και να γίνεται έλεγχος των βασικών δεικτών υγείας, ενώ χρήσιμη χαρακτηρίζεται και η συμβολή ενός διατροφολόγου, που θα παράσχει ενημέρωση για τους ιδανικούς συνδυασμούς χορτοφαγικών τροφών προκειμένου ο οργανισμός να λαμβάνει το μέγιστο της θρεπτικής αξίας από τις τροφές.
Follow us